Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Το Ολοκαύτωμα των Σερβίων Εκδήλωση μνήμης από τον Μ.Ο.Σερβίων




To Σάββατο 9 Μαρτίου το βράδυ ο Μ.Ο.Σ. τίμησε την επέτειο του Ολοκαυτώματος των Σερβίων της 6ης Μαρτίου 1943, με μια λιτή αλλά έντονα συναισθηματικά φορτισμένη εκδήλωση, με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, που παρουσιάστηκαν με ανάγνωση των αφηγήσεων ή με video, όπου οι ίδιοι οι μάρτυρες αφηγήθηκαν τα βιώματά τους.  Τα κείμενα, τα video και η επιμέλεια ήταν της Χρυσάνθης Καραγιαννίδου και στην παρουσίαση συμμετείχαν οι κυρίες Τζιώνα Παναγιώτα, Κουρελή Αθανασία, Καραγιαννίδου Παρασκευή και ο κ. Παναγιωτίδης Ιορδάνης και ο κ. Γιώργος Λεπίδας στην προβολή των video.  Η εκδήλωση πλαισιώθηκε με ανάλογη μουσική, με την ευγενική προσφορά της Δώρας Τανή, Χριστίνας Τανή και του Νίκου Μαντάνη.
Την εκδήλωση τίμησαν οι Ιερείς της πόλης, π…ς  Γεώργιος Πιστόλας και Κων. Θεοχάρης, ο Δήμαρχος Σερβίων – Βελβεντού κ. Κωνσταντόπουλος Βασίλειος, η Δήμαρχος Βοΐου κ. Παναγιώτα Ορφανίδου, εκπρόσωποι Στρατιωτικών Αρχών, Αντιδήμαρχοι, Δημοτικοί Σύμβουλοι, ο Πρόεδρος των Σερβιωτών Θεσσαλονίκης,  με μέλη του Συλλόγου, εκπρόσωποι φορέων και πολύς κόσμος, ενώ χαιρέτισαν με γραπτά μηνύματα ο πρόεδρος των Σερβιωτών Αθηνών και η Πρώην Υπάτη Πρόεδρος Παμμακεδονικής  Η.Π.Α. Νίνα Κοντοδίνα – Περοπούλου και ο σύζυγός της, Πρόεδρος του Παμμακεδονικού Συλλόγου Houston  Πήτερ Περόπουλος.
Παρούσα και η κόρη των δασκάλων των Σερβίων Σωκράτη και Τούλας Γκόρα, που μικρό παιδί έζησε το ολοκαύτωμα, και κατέθεσε κι αυτή τις μνήμες της.
Στο τέλος της εκδήλωσης  οι δύο Δήμαρχοι επισφράγησαν την πρόταση του Δημάρχου μας, που είχε γίνει αποδεκτή από την Δήμαρχο Βοΐου για αδελφοποίηση των δύο πόλεων, Σερβίων και Σιατίστης.
Προλογίζοντας η Πρόεδρος του Μ.Ο.Σ. Χρυσάνθη Καραγιαννίδου, είπε:
«70 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη μεγαλύτερη καταστροφή, τον όλεθρο, που δέχθηκε η πόλη μας. 6 Μαρτίου 1943, γράφει μια Σερβιώτισσα:   Τα Σέρβιά μας τυλίχθηκαν στις φλόγες. Μια εκπυρσοκρότηση και αμέσως μετά μαύρος καπνός και φλόγες. Η όμορφη βυζαντινή μας πόλη καιγόταν… Για μέρες ο καπνός ανέβαινε. Στάχτη τα σπίτια με τις πλακοστρωμένες αυλές, τα γιασεμιά, τις πικροδάφνες, τα πηξάρια, τα ταφλάνια, ..»  Στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν από τα γύρω βουνά τη φρίκη έφθαναν αποκαΐδια, χιλιόμετρα μακριά, και η μυρωδιά του καπνού τύλιγε όλη την ατμόσφαιρα. Ηλικιωμένοι και ανήμποροι να κινηθούν πλήρωσαν με τη ζωή τους την αδυναμία τους να απομακρυνθούν από την κόλαση.
Επιζώντες  από την τραγική αυτή εποχή θυμούνται με φρίκη και αποτροπιασμό όλα όσα έζησαν, παρά τα εβδομήντα χρόνια που πέρασαν, και καθώς μας τα αφηγούνται, διακόπτουν την αφήγηση συχνά και επαναλαμβάνουν: «να μην ξανάρθουν τέτοια χρόνια, να μη ζήσετε τέτοιες εποχές…»
Για να μη ζήσουμε λοιπόν παρόμοιες εποχές, οφείλουμε να αντικρίζουμε τα γεγονότα της ιστορίας με καθαρό βλέμμα και να τα μελετούμε χωρίς προκαταλήψεις και φανατισμούς, χωρίς εμμονές, ώστε να διδασκόμαστε από το παρελθόν. Και τι καλύτερο από τις προσωπικές μαρτυρίες επιζώντων και αυτοπτών μαρτύρων; …»
Στη συνέχεια η Πρόεδρος ευχαρίστησε όσους συνεργάζονται για την παρουσίαση και άρχισαν οι αφηγήσεις. Στο τέλος κάθε ενότητας έπαιζε η μουσική, προσπαθώντας να αποφορτίσει το κλίμα, διότι υπήρχε μεγάλη συναισθηματική φόρτιση με όσα δεινά ακούγονταν που συνέβησαν αυτές τις μέρες στα Σέρβια…
Οι αφηγήσεις άρχισαν από τον βομβαρδισμό που έγινε τον Απρίλιο του 1941 και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στα Σέρβια και σε κτίσματα αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό. Υπήρχαν αρκετά θύματα. Καθώς πάνω από τα Σέρβια υπήρχε η β΄ γραμμή άμυνας, οι Γερμανοί βομβάρδισαν την πόλη πιστεύοντας ότι θα χτυπήσουν έτσι του Άγγλους. Χαρακτηριστικά ανέφερε ένας αφηγητής:
«Ήμασταν σ΄ ένα χαράκωμα και περνούσε η Φιλομένη Μαλούτα με ένα μικρό στην αγκαλιά και τη φωνάζαμε –Φιλομένη έλα δω… Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν αλλά αυτή η φουκαριάρα ήθελε να πάει σπίτι, στον πατέρα και τη μάνα της. Έπεσε η βόμβα στο σπίτι και τους σκότωσε όλους. Αν ερχόταν με μας, θα γλίτωνε…»
Και μία άλλη αφηγήτρια λέει ότι ενώ είχαν φύγει για να γλυτώσουν, η κόρη θυμήθηκε την εικόνα της Παναγίας και γύρισε σπίτι. «Μπήκε στην κάμαρη, πήρε την εικόνα και έχοντάς την κάτω από την μασχάλη της, άκουσε τον πατέρα της να φωνάζει « Ξαπλώστε κάτω, στα χόρτα!».  Η Ευγένη δεν πρόλαβε, ακούστηκε ένας θόρυβος και μια δύναμη την σήκωσε ψηλά και την πέταξε με φόρα στο χώμα. Ο πατέρας έτρεξε και τη βρήκε να αιμορραγεί. Έσκισε μια κουρτίνα και έδεσε το πόδι της. Με το πληγωμένο κορίτσι στα χέρια, τα άλλα δυο παιδιά δίπλα του και τα ζώα να ακολουθούν πήρε κι αυτός τον ίδιο δρόμο…»
Όλες οι μαρτυρίες συνέκλιναν στο ότι αρχές Μαρτίου 1943 η πόλη των Σερβίων ήταν ανάστατη.
Αρχές Μαρτίου, γράφει η  Ξανθίππη Ζουλιάμη   στο Ημερολόγιό της «Μαθαίνουμε ότι οι αντάρτες θα κάψουν τη γέφυρα. Ανησυχία τρομερή, ξέρουμε τι μας περιμένει.
5 - 3 - 43 Έρχονται Ιταλικά αυτοκίνητα από Λάρισα. (πηγαίνουν προς Σιάτιστα να ενισχύσουν ένα τμήμα Ιταλών που μάχονταν στο Φαρδύκαμπο). Μερικές δεκαρχίες ανταρτών βγαίνουν στο Σαραντάπορο να χτυπήσουν τους Ιταλούς με τα σκουριασμένα παλιοντούφεκα.»
Η είδηση ότι οι αντάρτες έκαψαν τη γέφυρα είχε σκορπίσει πανικό. Όλοι περίμεναν να γίνει μεγάλο κακό. Από σπίτι σε σπίτι μετέφεραν το μήνυμα «φύγετε. Αδειάστε την πόλη». 5 Μαρτίου η πόλη άδειασε. Οι μαρτυρίες συνταρακτικές.
«Εδώ ήμασταν σε αναβρασμό. Τα Σέρβια είχαν αδειάσει… Εμείς πήγαμε στο Πλατανόρευμα, αλλά ο περισσότερος κόσμος πήγε στο Βελβεντό. Αρχίσαμε να φεύγουμε από τις 4,5 Μαρτίου.»
«Στις 6-3 -1943 γράφει ο Kίμων Κοεμτζόπουλος …Οι Σερβιώτες εγκαταλείπουν τα Σέρβια βιαστικά, χωρίς να προφθάσουν να πάρουν σχεδόν τίποτε μαζί τους. Γυμνοί καταφεύγουν στα βουνά. Πώς να ζήσουν;»
«Φύγαμε, αφηγείται μία Σερβιώτισσα. και πήγαμε στο μύλο, εκεί που είναι τώρα το υπαίθριο θέατρο, στο λόφο. Αλλά και κει δεν άρεσε στον μπαμπά μου. «Είμαστε μες στο δρόμο, κινδυνεύουμε, θα φύγουμε». Φύγαμε και πήγαμε στο Μοσχοχώρι. Είχαμε ένα γαϊδούρι και είχαμε πάρει πράγματα, τα είχαμε έτοιμα από καιρό.»
«Παίρνει μια βελέντζα η μάνα μου και κάτι άλλα πράγματα και ξεκινήσαμε. Τους είπαν να πάρουν τα παιδιά και να πάνε σαν Πρωτομαγιά. Τόσο κοντά, γρήγορα  θα γυρίζαμε. Εμένα μου έδωσαν δυο κιλά αλάτι. Τραβήξαμε για το Παλιογράτσανο και κοιμηθήκαμε το βράδυ στο Πλατανόρευμα. Τη νύχτα έρχεται ο Τυροκόμος και μας λέει «μαζέψτε τα πράγματα το πρωΐ και φύγετε…»
Άλλη σερβιώτισσα αφηγείται, φεύγοντας απ’ το σπίτι τους για το βουνό, γεμάτοι ταραχή, βλέπουν σε ένα πεζούλι μία πινακωτή γεμάτη ψωμιά εγκαταλειμμένη. Τόσος ο πανικός…
Άλλη αφηγείται «έρχεται ο Θόδωρος ο… και λέει στη μάννα μου «Αθηνά πάρε τα παιδιά και φύγε, γιατί έρχεται μία φάλαγγα και θα γίνει μεγάλο κακό.» Φεύγουμε. Στο δρόμο πανικός. Ξεσηκώνονταν ο κόσμος. Άλλος να κλαίει, άλλος πού να πάει… Πάμε στο Πλατανόρρευμα. Το βράδυ εκείνο γινόταν χαλασμός Κυρίου. Έρχεται ο νοικοκύρης και λέει στον μπαμπά μου, Να φύγετε. Πού να πάμε; Στο Παλιογράτσανο. Στο δρόμο χάσαμε τη Γλύκα. Τη βρήκε ο Στέφανος με τη Χριστίνα, την πήραν… Στο Παλιογράτσανο σκοτωμός… Ο κόσμος να φωνάζει από δω, να φωνάζει από κει, να κλαιν, πού να παν… «
 «Βγήκα προς την πόρτα της αυλής και άκουγα τον κόσμο να τσιρίζει και να φωνάζει «αδειάστε τα Σέρβια…. μας καίνε!» .  Αυτή τη φορά, δεν ήταν Γερμανοί… αλλά  Ιταλοί. Άντε πάλι στο πόδι…!!!  Φωνάξαμε με τον παππού σου τα παιδιά κοντά μας.  Άλλο παιδί μάζευε ρούχα, άλλο τρόφιμα, άλλο σκεύη κουζίνας, άλλο κουβέρτες. Λύσαμε όλα τα ζώα και τα βγάλαμε στην αυλή.  Φορτώσαμε τα παιδιά στο γαϊδούρι, τα πράγματα στο κάρο. Πήρε ο παππούς σου τα παιδιά κι εγώ το κάρο.   Όταν φτάσαμε στο Πλατανόρευμα ο δρόμος σταματούσε και για την Αγία Παρασκευή έπρεπε να ακολουθήσουμε ένα μονοπάτι. Ο παππούς σου συνέχισε το δρόμο με τα παιδιά κι εγώ ξεφόρτωσα το κάρο.  Τα απαραίτητα τα έδεσα στα βόδια και τα υπόλοιπα τα κλείδωσα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Το κάρο το διέλυσα και τα κομμάτια του τα έκρυψα στα πλατάνια.  Πήρα την ανηφόρα κι εγώ με τα βόδια. Όσο ανέβαινα, τόσο έκλαιγα…»
Οι Ιταλοί 6 Μαρτίου, ημέρα Σάββατο, πλησιάζοντας στα Σέρβια κατά μία μαρτυρία έκαψαν το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, στη συνέχεια μερικά σπίτια στο δρόμο μπαίνοντας στην πόλη και έφυγαν για τη Σιάτιστα. «Όταν όμως βρήκαν τη Γέφυρα καμένη, γύρισαν πίσω και άρχισαν να καιν τα σπίτια, αφού προηγουμένως φόρτωναν στα κάρα πλιάτσικα και τα πήγαιναν στην Ιταλία. Πλιατσικατζήδες… Όλα τα κάρα των Σερβίων μαζεύτηκαν κάτω… Δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Από τα 1100 σπίτια έμειναν μόνο δύο-τρία που τα ήθελαν οι Ιταλοί για το Στρατηγείο τους.»
«Ανεβαίναμε σ’ ένα ύψωμα πάνω στους μύλους κι εκεί βλέπαμε πώς καίγονταν τα σπίτια μας… Και κλαίγαμε… Παν τα σπίτια μας, πάει η περιουσία μας, πάει εκείνο… Πανικός…  - Έμεινε τίποτε όρθιο;  -  Όχι…»
Φωτιές και φλόγες στο μυαλό μου έρχονται
Σαν θυμηθώ
Την 6η Μάρτη του 43
Τον σπαραγμό της Μάνας μου
Και τις κακοτυχίες,
Οι φλόγες έσβησαν. Tα σπίτια κτίστηκαν ξανά
Οι μνήμες όμως  της φωτιάς κι ο σπαραγμός της Μάνας
παρέμειναν για πάντα.
Μας απαγγέλλει ο γιατρός Νικόλαος Παπαδάδης και κλαίει. Και συνεχίζει : «Από κει πάνω, από το Παλιογράτσανο,  βλέπαμε πανοραμικά το κάψιμο των Σερβίων. Φλόγες μέχρι τον ουρανό, σπαραγμός  στις ψυχές των γυναικών, συμφορά στις ψυχές των ανδρών για το πού η μοίρα μας οδηγεί.»
«Έβλεπα τα Σέρβια, το βιός όλων μας να καίγεται, να γίνεται ένα μαύρο σύννεφο, που μας σκέπαζε όλους… Όλα είχαν γίνει στάχτες. Δύσκολα χρόνια περάσαμε!»  
«Έκαψαν και πολλούς ανθρώπους ζωντανούς που δεν είχαν φύγει και ήταν μέσα στα σπίτια. Τους είχαν αφήσει οι δικοί τους πιστεύοντας ότι θα ρθουν την άλλη μέρα να τους πάρουν. 7 μέρες έκανε το μηχανικό για να φτιάξει τη γέφυρα.

Όσοι δεν έφυγαν, γέροι και γριές, σκοτώθηκαν από τους ιταλούς. Η Βασιλική Βαγιώτα που πλησίαζε τα 100 της χρόνια κάηκε ζωντανή. Ο τυφλός Βασίλης Βασδιάρης σκοτώθηκε έξω από το σπίτι του. Ο γέρο Καραβάρας 80 χρονών σκοτώθηκε με πιστόλι στο κρεβάτι του όπου βρισκόταν άρρωστος. Την Όλγα Σταμπλιάκα την έριξαν οι… γενναίοι φασίστες από το παράθυρό της στο δρόμο και έσπασε τη μέση της, καθώς και τη Βασιλική Αγγελοπούλου που σκοτώθηκε. Τον Λουκά Ζυγούρη, τον Παρασκευά Απόστολο και άλλους 40 συνολικά που δεν μπόρεσαν ή δεν πρόφθασαν να φύγουν, τους σκότωσαν την ημέρα εκείνη.»
«Ύστερα από μέρες κατεβήκαμε, αφηγείται μία Σερβιώτισσα. Πού να σταθείς Σιδερικά παραμορφωμένα από τη θερμοκρασία της φωτιάς εδώ. Γατιά και σκυλιά έτρεχαν στους έρημους δρόμους. Κάποια αγκωνάρια στάθηκαν όρθια στο χαλασμό, τα πουλιά πέταξαν αφού κάηκαν οι φωλιές τους Παράθυρα ορθάνοιχτα σαν μάτια απορημένου μικρού παιδιού ορθάνοιχτα. Ρωτούσαν «γιατί»
Άλλος, λέει μια σερβιώτισσα: «Περπατώντας στην αυλή του σπιτιού και παρατηρώντας τις στάχτες, άκουσε κάτι κάτω από μια στοίβα ξύλα.  Τα σήκωσε και βρήκε μια κότα μας  αδύναμη, έτοιμη να ψοφήσει. Την έφερε μαζί του, μου την έδωσε και μου είπε « Παρασκευή τάιζε την κοσάρα κάθε μέρα κι από λίγο… να μην ψοφήσει»,  κι έτσι έκανα.  Τάιζα την κότα, κάθε μέρα λίγο περισσότερο,  ώσπου συνήλθε και άρχισα να μαζεύω τα αβγά της .  Ήρθε το Πάσχα… πήγα και μάζεψα ρίζες από χόρτα, έβαψα τα 22 αβγά που έκανε η κότα και τα μοίρασα στα παιδιά… Έτσι κάναμε Πάσχα το ‘ 43 .
Πολύ τραγική ήταν η κατάσταση εκείνων, γράφει ο Κίμων Κοεμτζόπουλος,  που δεν μπόρεσαν, την ημέρα που κάηκε η ωραία αυτή κωμόπολη να πάνε στις πόλεις και κατέφυγαν στο βουνό. Εκεί ζούσαν σε τρώγλες και σπήλαια. Ήταν τόσο τραγική η διαβίωσή τους, ώστε παρατηρήθηκαν περιπτώσεις, γονείς να σκάβουν με τα χέρια τους λάκκους για να θάψουν τα παιδιά τους, που δεν άντεξαν στις κακουχίες, τις στερήσεις και την πείνα. Όλοι είχαν φύγει από τα Σέρβια κουβαλώντας στα χέρια μόνο τα μωρά τους, καμιά κουβέρτα ή λίγα τρόφιμα.
«Καλοκαίριασε και αποφασίσαμε να βγούμε στα χωράφια μας, να τα δουλέψουμε.  Φύγαμε από το Παλιογράτσανο και γυρίσαμε στον τόπο μας.  Το πρωί δουλεύαμε τη γη μας και το βράδυ μέναμε στις σπηλιές που σκάψαμε μέσα σε βουνά και  λόφους…. Ταλαιπωρίες!  Πότε ζέστη… πότε κρύο….!!!
     Άρχισε πάλι να χειμωνιάζει. Εμείς φύγαμε για τα Ήμερα, εκεί μας φιλοξένησαν κάτι συγγενείς και μετά πήγαμε στο Ρύμνιο. Δύο χρόνια γυρίζαμε από τόπο σε τόπο, ώσπου ήρθαμε πίσω στο σπίτι μας.  Όλα ήταν καμένα. Ξεκινήσαμε πάλι από την αρχή. Το βιος όλο χαμένο, αλλά είχαμε ο ένας τον άλλο.»
Αλήθεια είναι μεγάλη υπερβολή να πούμε ότι βλέπουμε κάποια κοινά με τη Μικρασιατική Καταστροφή;
Αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού μετέφερε πολλούς σε άλλες πόλεις. Πρόσφυγες στην πατρίδα! Με τον καιρό η Στέγασις έκανε «στέγαστρα» Γύρισαν αρκετοί…. Οι Σερβιώτες στάθηκαν με αξιοπρέπεια στην απρόσμενη συμφορά, έσφιξαν το μαντήλι «ανασκουμπώθηκαν» και πίσω απ την αρχή…. Εργατικοί, τίμιοι, περήφανοι δούλεψαν
Πολλοί δε γύρισαν πίσω. Έμειναν για πάντα στη δεύτερη πατρίδα τους.
Εμείς ως Σερβιώτες, μας λέει άλλος,  είχαμε πολλές συνέπειες για ό,τι και αν γινόταν στους Γερμανούς. Εγώ σε ένα μπλόκο που έψαχναν κάποιον με το ίδιο επώνυμο, τη γλίτωσα, γιατί η ταυτότητά μου που έβγαλα μετά το κάψιμο, είχε λάθος το όνομά μου.
Και κατέληξε η κ. Καραγιαννίδου:
«Εβδομήντα χρόνια μετά και οι μνήμες είναι ακόμη τόσο νωπές. Δεν μπορεί να τα αφηγηθεί κανείς ή να τα ακούσει και να μη δακρύσει. Ο πόνος είναι ανείπωτος.
Τι να πρωτοθρηνήσει κανείς; διαβάζουμε σε κάποιο Ημερολόγιο. Τον ιδρώτα μιας ζωής; Τα όνειρα τα χαμένα; Το βιος που έγινε στάχτη; Τις προίκες των κοριτσιών; Τους νεκρούς, που ανήμποροι να ακολουθήσουν τους άλλους, που τα ερείπια τα πυρακτωμένα έγιναν ο τάφος τους; Τον Παντελή νεκρό στην αυλή του σπιτιού του, μπρούμυτα  και το δεκανίκι δίπλα του; Τι; …
Από τις 6 Μαρτίου 1943 και για δύο χρόνια σχεδόν 4 000 κάτοικοι των Σερβίων τρέχουν από χωριό σε χωριό, από ρεματιά σε ρεματιά.
Όμως υπήρχε και μεγαλύτερη συμφορά για τα Σέρβια. Λόγω της στρατηγικότητας της θέσης των, στα Σέρβια κηρύχθηκε στο εξής νεκρά ζώνη, μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που αποτελούνταν από αστούς, έφυγαν, οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη και αφού κατά κάποιο τρόπο είχαν κάπως ταχτοποιηθεί στη διετία που μεσολάβησε, δεν επέστρεψαν. Άλλωστε δεν άντεχαν οι πολλοί να αντικρίσουν τα χαλάσματα και τη στάχτη. Έτσι τα Σέρβια έχασαν ένα μεγάλο μέρος από τον γνήσιο, τον γηγενή πληθυσμό τους. Έχασαν και τους Σερβιώτες, και αυτό είναι δεύτερο, χειρότερο ολοκαύτωμα από το πρώτο, διότι τα σπίτια ξαναέγιναν, αλλά η πόλη δεν ξαναβρήκε ποτέ το παλιό της χρώμα, τα δικά της χαρακτηριστικά.
Και το ακόμη χειρότερο ίσως, που δεν αναγνωρίστηκε όπως θα έπρεπε η θυσία τους από την Ελληνική Πολιτεία… Μόλις πριν λίγους μήνες με δική μας πρωτοβουλία και ενέργειες, διά του Δήμου μας αναγνωρίστηκαν επίσημα ως Μαρτυρική πόλη.