Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

100 χρόνια Ελεύθερα Σέρβια Καλλιτεχνική Εκδήλωση του Μορφωτικού Ομίλου Σερβίων «Τα Κάστρα»




 Σάββατο 24 Νοεμβρίου το απόγευμα πραγματοποιήθηκε καλλιτεχνική εκδήλωση τιμής και μνήμης στα Σέρβια από τον Μορφωτικό Όμιλο. Η εκδήλωση περιελάμβανε αφήγηση που αφορούσε την 10η Οκτωβρίου 1912, ημέρα της απελευθέρωσης των Σερβίων, με τη συνοδεία μουσικής με βιολοντσέλο και φλάουτο με τις Δώρα και Χριστίνα Τανή. Τα κείμενα αφηγήθηκαν οι φιλόλογοι Χρυσάνθη Καραγιαννίδου και Νάνσυ Κουρελή.
Στον πρόλογό της η Πρόεδρος του Μ.Ο.Σ. Χρυσάνθη Καραγιαννίδου τόνισε:
«Το 1912 υμνήθηκε από ιστορικούς και λογοτέχνες που κατέγραψαν τα γεγονότα και τα άφησαν ανεξίτηλα στη μνήμη των μεταγενεστέρων. Προσωπικές μαρτυρίες και αφηγήσεις αυτοπτών ζωντανεύουν τις ώρες και τις στιγμές της μεγάλης εποποιΐας. Είναι δε τόσα πολλά τα μνημεία του λόγου, που, όσα και να παρουσιαστούν, καλύπτουν πάντα ένα μικρό μέρος του όλου.
Θέλοντας λοιπόν να ζωντανέψουμε άλλη μια φορά τη μνήμη αυτής της περιόδου και να τιμήσουμε με τον προσήκοντα σεβασμό τα πρόσωπα και τα γεγονότα παρουσιάζουμε αποσπάσματα από τo βιβλίo του Σπύρου Μελά «Οι πόλεμοι 1912-1913» και το ιστορικό μυθιστόρημα του Φώτη Σαραντόπουλου, «Εμπρός δια της λόγχης, Η μεγάλη εξόρμηση 1912-1913»

 Ο Σπύρος Μελάς τα έζησε ο ίδιος καθόσον ήταν ένας από τους αξιωματικούς της 4ης Μεραρχίας που ενήργησε την κυκλωτική κίνηση στις Πόρτες και έδωσε τη νίκη στον ελληνικό στρατό και ο Φώτης Σαραντόπουλος είναι σύγχρονός μας, Χημικός και επιχειρηματίας, λάτρης της ιστορίας και της Ελλάδος, ο οποίος με πολλή αγάπη και θέρμη μελετά και καταγράφει τα γεγονότα της ιστορίας μας. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του δευτέρου είναι από την αφήγηση του (φανταστικού) προσώπου, του Αριστείδη.»
Ευχαρίστησε τις συμμετέχουσες κυρίες και η παρουσίαση άρχισε με μουσική.  Τα κομμάτια τα οποία ακούστηκαν στην εκδήλωση ήταν: από τον Μεγάλο Ερωτικό του Μ. Χατζιδάκη "Με την πρώτη σταγόνα της βροχής", "Σ'αγαπώ", "Κέλομαι σε γογγύλα". Από Χατζιδάκι επίσης τα: "Γιασεμί", "Ελένη", "Πάει, έφυγε το τρένο", "Αθανασία", "Τσάμικος". Από Μ. Θεοδωράκη η "Όμορφη πόλη" και κομμάτια του Tomaso Albinoni (συνθέτης 17ου-18ου αιώνα).
Η αφήγηση άρχισε από το ξημέρωμα της Τετάρτης, 10 Οκτωβρίου με την 4η Μεραρχία που είχε φτάσει στο Πολύρραχο. (Παραθέτουμε αυτούσια αποσπάσματα)
Tετάρτη 10 του Οκτώβρη 1912 – 4η Μεραρχία
«Στο ερημοκκλησάκι, που είχ’ εγκατασταθεί το στρατηγείο της 4ης Μεραρχίας γαλήνη απόλυτη βασίλευε λιγάκι πριν φέξει η ιστορική αυτή μέρα, η 10η Οκτωβρίου. Γλυκός ύπνος τους είχε κερδίσει σχεδόν όλους, από το Μέραρχο, που την καρδιά του πλάκωνε το βάρος της ευθύνης, ως το στρατιώτη, που η ψυχή του πέταγε γοργή προς κάποιο γραφικό χωριό της Ελλάδας, όπου την καλούσε μια ζεστή μητρική καρδιά ή τρυφερό ειδύλλιο. Όσοι αγρυπνούσαν ήτανε πολύ λίγοι, τα ξύλα της φωτιάς είχανε καεί και η λίγη ανθρακιά είχε ταφεί κάτω από παχύ στρώμα στάχτης.
Είχε κι η φύση παραδοθεί πια στη γλυκιά νάρκη των θαμπών ωρών, των προ της αυγής. …
Ο στρατηγός και μαζί του οι αξιωματικοί του επιτελείου βρέθηκαν στη στιγμή ορθοί. Τάνυσαν τα χέρια τους, χτύπησαν τα πόδια τους να ξεμουδιάσουν, βγήκαν έξω….
Κάτω από τα πόδια μας, στη μικρή κοιλάδα, βλέπαμε αμυδρά ιχνογραφημένο το Ράχοβο με τα σπιτάκια του και τα χαριτωμένα περιβολάκια του.»
Καθώς ξημέρωσε η 10η του Οκτώβρη και στα στενά επικρατούσε ησυχία, οι συνάδελφοι των Μεραρχιών του κέντρου δεν καταλάβαιναν τι είχε συμβεί. Μέσα στην εξάντληση και στην κοσμοχαλασιά της πρώτης μέρας, δεν κατάλαβαν ότι η μάχη είχε κριθεί στον δικό μας τομέα….
 Ό,τι δεν κατάφερε η μετωπική επίθεση τριών Μεραρχιών, να κλονίσουν την εχθρική άμυνα, το κατάφερε ένας ελιγμός, η κυκλωτική κίνηση της 4ης Μεραρχίας…»
Μεγάλη η ζημιά των Τούρκων  από …το στομάχι του Λύρη …
«Το…στομάχι του Λύρη… Το πεινασμένο κι ανυπόμονο στομάχι του στρατιώτη Λϋρη του ένατου λόχου, του όγδοου Συντάγματος! Αυτό το στομάχι είναι σε μεγάλο μέρος η αιτία της καταστροφής των Τούρκων στα Στενά της Πόρτας. Ο Λύρης ήταν κινητός διπλοσκοπός στις προφυλακές, Όταν το έδαφος είναι ανώμαλο κι οι ακίνητοι διπλοσκοποί δεν είναι πολύ εύκολο να βλέπουν ο ένας τον άλλο και να επικοινωνούν, μπαίνουν ανάμεσα στους δύο κι ένας τρίτος, ο κινητός διπλοσκοπός, που χρέος του είναι να συνδέει τους δύο ακίνητους, πηγαίνοντας κάθε τόσο από τον ένα στον άλλο.
Το στομάχι όμως του Λύρη, άδειο από το πρωΐ, μπορεί μάλιστα κι από την περασμένη μέρα, δεν τον άφηνε τον άνθρωπο να εκτελέσει ευσυνείδητα το χρέος του. Ονειρευότανε φούρνους με καρβέλια, όταν άκουσε νάρχονται από τα Στενά ήχοι από κάρα, πατήματα ζώων, φωνές ημιονηγών, τέλος όλη τη χαρακτηριστική φασαρία φάλαγγας μεταγωγικών που πορεύεται. Στομάχι πεινασμένο δεν είναι ποτέ καλός σύμβουλος. Κι έπειτα ο Λύρης δεν ήξερε ποια ήταν η «τακτική κατάσταση».αυτή τη νύχτα. Και στην αφέλειά του φαντάστηκε ότι τα μεταγωγικά που περνούσαν κάτω στα Στενά, θα ήταν χωρίς άλλο κάποιας Ελληνικής Μεραρχίας. Γιατί λοιπόν δε θα πεταγότανε μια στιγμή, δε θα κατέβαινε ως εκεί να ζητήσει μια κουραμάνα και να ξαναγυρίσει αμέσως στη θέση του;  Η απόσταση ως το δρόμο κάτω των Στενών δεν ήταν μεγάλη. Διακόσια ως τρακόσια μέτρα…
Έβαλε στη στιγμή το σχέδιό του σε πράξη. Γκρεμίστηκε από τους ψηλούς βράχους που στεκότανε προς το δρόμο. Και θάχε ζυγώσει ως εικοσιπέντε μέτρα τη φάλαγγα των μεταγωγικών, όταν άκουσε τους ημιονηγούς να μιλάνε τούρκικα. Κάθε άλλος δε θάθελε να είναι ούτε ψύλλος στον κόρφο του εκείνη τη στιγμή. Αυτός όμως  δεν έχασε την ψυχραιμία του. Άρχισε ήσυχα να υποχωρεί, φροντίζοντας μονάχα να κάνει όσο μπορούσε λιγότερο θόρυβο και, φθάνοντας σώος και αβλαβής στη θέση του, έδωσε στο λόχο του την πολύτιμη πληροφορία, ότι στα Στενά νυχτοπορούσαν Τούρκοι.
Προσθήκη λεζάντας
Η φήμη δεν πρόλαβε ν’ απλωθεί στα φυλάκια και το πυρ άνοιξε αυτόματα ως τη στιγμή που τα τούρκικα μάουζερ, που στην αρχή απαντούσαν, σώπασαν ολότελα. Το στομάχι του Λύρη θριάμβευσε. Η σύγχυση πούφεραν τα ελληνικά πυρά στην εχθρική φάλαγγα ήταν απερίγραπτη. Η κεφαλή σταμάτησε για να φυλαχτεί και οι άλλοι, σαστισμένοι, ρίχτηκαν προς τα πίσω σε μεγάλη αταξία ενώ πολλοί άφησαν τα ζώα τους για να φύγουν και να γλυτώσουν».…
Με το ξημέρωμα της 10ης Οκτωβρίου ελληνικά τμήματα συναντιόνταν στο Πολύραχο. …
«Ο εχθρός κινείται εις το βάθος των Στενών, εις τάξιν πορείας …
….Τρεις χιλιάδες άνδρες (Τούρκοι), διοικούμενοι από ένα γενναίο Αξιωματικό, τον Λοχαγό Σαμή από τα Γιάννινα, που ανήκε στο Επιτελείο του Ταχσίν, κάλυπταν την Τουρκική υποχώρηση προς τα Σέρβια. Είχαν οχυρωθεί στις βάσεις του υψώματος 886, που λέγεται και «Μπουρσάνα», αντίκρυ στην έξοδο των Στενών, και στα ερείπια ενός παλιού Μεσαιωνικού οχυρού, πάνω στον δρόμο για τα Σέρβια.
«Αν δεν αντισταθούμε εδώ, αν δεν πέσουμε ως τον τελευταίο, οι συνάδελφοί μας του Σαρανταπόρου θα αιχμαλωτιστούν. Όποιος λυπάται τη ζωή του να μου το πει αμέσως, να τον στείλω στα Σέρβια» είπε στους άντρες του ο Σαμή.
«Αν είναι να σκοτωθούμε για τ’ αδέρφια μας, ας σκοτωθούμε!»
Τέτοιους γενναίους και αποφασισμένους έπρεπε να καταβάλλει τώρα η 4η Μεραρχία. ……………
«Από το βάθος φάνηκαν οι εχθρικές Πυροβολαρχίες, έξι ολόκληρες Πυροβολαρχίες, είκοσι τέσσερα ιππήλατα πυροβόλα σε «τάξη πορείας», σε «φάλαγγα κατ’ όχημα». … (ο Βερέτας τους διέλυσε) Και μόνο δύο τούρκικα Πυροβόλα κατάφεραν να ξεφύγουν, από τα είκοσι τέσσερα. Είκοσι δύο σύγχρονα πυροβόλα «Krupp», μαζί με τα κλείστρα τους, εγκαταλείφθηκαν. Όρμησαν «δια της λόγχης» αλαλάζοντας οι φαντάροι του Λυμπερόπουλου, σκότωσαν τους πυροβολητές που αντιστέκονταν και έπιασαν εκατόν πενήντα αιχμαλώτους!
Ο αμαξιτός δρόμος, από το χάνι Καστανιάς μέχρι και τέσσερα χιλιόμετρα από την έξοδο της στενωπού γέμισε από σκόρπια πυροβόλα με άσπρα μισοφέγγαρα, άλλα παρατημένα στη μέση του δρόμου και άλλα ριγμένα δεξιά και αριστερά στα αυλάκια. Και όχι μόνο πυροβόλα, αλλά και κάθε είδους τροχήλατα και άλλα υλικά: βλητοφόρα, σκευοφόρα, κάρα δίτροχα, με κομμένους και απλωμένους στη γη σαν φίδια ιμάντες, πεταμένους γυλιούς, σακκίδια, φυσιγγιοθήκες, μανδύες, στολές, κουβέρτες και κάθε τι άλλο που βάραινε τους Τούρκους στο τρέξιμο»… …
(σε άλλο σημείο) οι Τούρκοι προσποιήθηκαν ότι παραδίνονται αλλά μόλις πλησίασαν οι Έλληνες, ξαναπήραν τα όπλα και πυροβόλησαν. Στην ορμή του τραυματίστηκε ο Λοχαγός Μουντζουρίδης. Πιο δίπλα σκοτώθηκε ο Υπολοχαγός Λογοθέτης και τραυματίστηκε ο Υπολοχαγός Καρκατζής.
Κατά τις 11 φάνηκε να πλησιάζει από το δρόμο Προσηλίου - Λαζαράδων, εχθρική δύναμη, ίσως και άνω του Τάγματος. Ήταν ένα τμήμα που ερχόταν από τη Δεσκάτη, σε πυκνούς σχηματισμούς και αλαλάζοντας, έχοντας επί κεφαλής έναν Δερβίση που ανέμιζε μια πράσινη σημαία με χρυσοκεντημένα πάνω της ρητά από το Κοράνι». …
Και αυτοί κατατροπώθηκαν. «Πιάσαμε αιχμαλώτους, κυριεύσαμε πολυβόλα, δυο άλογα Αξιωματικών και το κυριότερο, την κατατρυπημένη εχθρική σημαία με τα χρυσοκέντητα λόγια, που πήρε από τα χέρια του Δερβίση ο Επιλοχίας του 4ου Λόχου Μωκέας.»
Την ίδια τύχη είχε και ένα Τάγμα της Οχρίδας, … «και δεν θα κρύψω ότι όσο πιο λυσσασμένα τους χτυπούσαμε και τους σκοτώναμε, άλλο τόσο μας προκαλούσε συγκίνηση ο ηρωισμός τους, καθώς έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο, δίνοντας χρόνο στους δικούς τους να υποχωρήσουν από τα Στενά. Στο τέλος, μόνο ο Διοικητής τους ο Σαμή κατάφερε να σωθεί, μαζί με λίγους στρατιώτες του, από ολόκληρο το Τάγμα.»
«Κατά τις δύο το μεσημέρι τέλειωσε κι αυτή η μάχη και ο δρόμος για τα Σέρβια ήταν ανοιχτός. Κόκκινος από αίματα, στρωμένος με πτώματα αλλά και με μανδύες, κουβέρτες, αντίσκηνα και ό,τι άλλο πετούσαν οι Τούρκοι φεύγοντας … Ακόμη και το Χειρουργείο τους παράτησαν, γεμάτο τραυματίες …
Και εμείς, σαν να μην είχαμε άλλο στο μυαλό μας, θυμηθήκαμε την πείνα μας και τρέχαμε ξοπίσω τους, να φτάσουμε μιαν ώρα αρχύτερα στα Σέρβια, με την ελπίδα ότι εκεί θα φάμε και θα ξαποστάσουμε επί τέλους. Στο δημόσιο δρόμο για την πόλη η κίνηση ήταν μεγάλη. Στρατιωτικά κάρα, αραμπάδες και αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν, ενώ δεξιά και αριστερά κείτονταν πτώματα από τις προηγηθείσες μάχες.
Την ώρα που ο Μέραρχος με το Επιτελείο του παίρνανε κι αυτοί το δρόμο για τα Σέρβια, ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί. Μια ομάδα Τούρκων είχε κρυφτεί σε ένα βαθούλωμα και βλέποντάς τους άρχισαν να πυροβολούν. Μοιραίο λάθος, γιατί εκεί κοντά ήταν τα πολυβόλα του 8ου Συντάγματος που τους θέρισαν … Έτσι τελείωσε η μάχη της Πόρτας, ο δραματικός επίλογος της μάχης του Σαρανταπόρου … Στο δρόμο οι εχθροί με τους μαντύες, τις κουβέρτες, τις σκηνές και γενικά με τα πράγματά τους που τα πετούσαν για να γίνουν ελαφρότεροι, είχανε στρώσει πρωτότυπο χαλί στους νικητές.
Κάποιοι θα πουν, γιατί δεν συνεχίσαμε την καταδίωξη παραπέρα. Η απάντηση είναι ότι ήταν ανθρωπίνως αδύνατο. Αλλά αυτό θα το καταλάβει μόνο όποιος για δύο μερόνυχτα καβάλησε τόσες ράχες και πέρασε τόσα ρέματα, νηστικός και υπό βροχή, με τον θάνατο να παραμονεύει, ορμώντας απέναντι σε πολυβόλα που θέριζαν, αντικρίζοντας τόσο αίμα … Έρχεται η στιγμή που κι ο νικητής ακόμη σταματάει να πολεμάει, όχι για να γευτεί τους καρπούς της νίκης, αλλά γιατί είναι άνθρωπος, με σώμα εξαντλημένο, με πληγές αλλά και με ψείρες, και κυρίως με ένα μυαλό που δεν χωράει άλλο αίμα και πονεμένα βογγητά …
Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις. Υπήρχε και ο Ίλαρχος Π. Μάνος, που πάντα πήγαινε μπροστά. Κατέλαβε την γέφυρα του Αλιάκμονα πριν την καταστρέψουν οι Τούρκοι και, στις δύο μετά το μεσημέρι, ενώ εμείς προχωρούσαμε με βήμα γοργό για τα Σέρβια, --αλήθεια πού βρήκαμε τόσο κουράγιο:, αλλά είπαμε … η πείνα--, αυτός είχε ήδη μπει στην πόλη και είχε φτάσει στη μικρή πλατεία της….»
Εδώ συγκρούστηκε με τους Τούρκους (χωρίς να το περιμένει).
«Απελπισμένοι οι Τούρκοι άρχισαν να σηκώνουν τα χέρια. Πιάστηκαν πάνω από επτακόσιοι αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους ένας Συνταγματάρχης και δεκαεννέα Αξιωματικοί.
 Αυτή ήταν η τελευταία μάχη της ημέρας. Με τη νίκη στο Σαραντάπορο άνοιξε ολοκληρωτικά ο δρόμος για τη Μακεδονία. …
….Στο δημόσιο δρόμο Ελασσόνας-Σερβίων, όπου μπήκαμε σε λιγάκι, η κίνηση ήτανε μεγάλη. Όλα τα μεταγωγικά της Στρατιάς και των εφοδιοπομπών, κλινάμαξες, τροφάμαξες, σκευοφόρες, κιβωτάμαξες, κάρα, σούστες, αραμπάδες, αυτοκίνητα, τέλος κάθε είδους οχήματα, πήγαιναν κι έρχονταν και διασταυρώνονταν ολοένα φορτωμένα νομή για τα ζώα, τρόφιμα, πυρομαχικά. Οι οδηγοί τους με τη χαρά της νίκης στη μορφή, σφύριζαν ή τραγουδούσαν εύθυμους σκοπούς, χωρίς να δίνουν πια καμιά προσοχή στα πτώματα, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, που οι αγγαρείες δεν είχανε προλάβει να θάψουν ακόμα.
Αφήσαμε πίσω μας την Τρίτη Μεραρχία καταυλισμένη δεξιά των Καλδάδων και το μεγάλο καταυλισμό της Στρατιάς, που απλωνότανε σ’ έκταση πέντε και πλέον χιλιομέτρων κι από τα δύο μέρη του δρόμου, ολάκερο λαό ντυμένον χακί, θάλασσα ντουφεκιών, αλόγων, πυροβόλων, μυρμηγκιά που ανάδινε ασώπαστη βουή και κλαγγή… Και τέλος μπήκαμε στα Σέρβια. Η πολιτεία είναι χτισμένη στα ριζοβούνια τ’ απότομα και βραχώδη του Τιταρίου, τα σπιτάκια της τριγυρισμένα με πρασινάδες σα να κρέμονταν αμφιθεατρικά και το λυγερό ανάστημα των μιναρέδων γραφότανε κάτασπρο στο γαλάζιο της μέρας.
Τα Σέρβια, η πρώτη Μακεδονική πόλη που ελευθερώθηκε, ξανάγιναν Ελληνικά μετά από πέντε και πλέον αιώνες σκλαβιάς. Χαρούμενα πρόσωπα αλλά και σκηνές μεγάλης σκληρότητας αντιμετωπίσαμε στα Σέρβια. Κάποιοι ντόπιοι Έλληνες όρμησαν στην Τούρκικη συνοικία και έβαλαν φωτιά σε κάμποσα σπίτια. Αυτοί που το έκαναν, λέγεται ότι ήταν συγγενείς των ομήρων από τους Μεταξάδες που έσφαξαν οι Τούρκοι τη νύχτα και τώρα ζητούσαν εκδίκηση». …(είναι γνωστά πλέον τα σχετικά με τους 117 Εθνομάρτυρες…)
 Βράζανε τα αίματα, όλοι θέλανε εκδίκηση, κοντά στα ξερά κάηκαν και τα χλωρά …
Τη βία της εκδίκησης ακολούθησε το πλιάτσικο και κινδύνεψαν ακόμη και μαγαζιά Ελλήνων, αλλά ευτυχώς, οι περισσότεροι είχαν προνοήσει να χαράξουν μεγάλους σταυρούς με κιμωλία απ’ έξω, και μεγάλες επιγραφές
 «Ελληνικόν», «Ελλάς», «Ζήτω ο Βασιλεύς Γεώργιος» …
Παρατηρούσε κανένας στους δρόμους της τούρκικης συνοικίας διάφορα φανερώματα ενός ειδικού φρενιάσματος, που μπορώ να ονομάσω «ίλιγγο της αρπαγής». Έβλεπες ένα χωριάτη πούτρεχε τσαλακώνοντας στα δάχτυλά του βαρύτιμο χρυσοκέντητο τραπεζομάντηλο, εργόχειρο λεπτεπίλεπτο, που «Κύριος οίδεν» επί πόσα χρόνια είχε απορροφήσει την υπομονή κι είχε δεχθεί τα χάδια τρυφερής χανούμ, τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της στο χαρέμι, τον έβλεπες αυτόν τον ίδιο να τρυπώνει ξαφνικά σ’ άλλο σπίτι και να βγαίνει από κει με μια ραπτομηχανή, ένα τηγάνι, μια κατσαρόλα. Να μπαίνει σε λιγάκι αλλού και να ξαναβγαίνει με όσα είχε πριν και με ένα τενεκέ πετρέλαιο, μαζί με δυο ταγάρια γεμάτα δεν ξέρω με τι μικροπράγματα. Να μη μπορεί ύστερα να τα πάρει μαζί του αυτά όλα, να του πέφτει το εργόχειρο στη μέση του δρόμου, να το σηκώνει, να θέλει να το σκουπίσει και να το λερώνει χειρότερα, να το βάζει πάνω στον τενεκέ του πετρελαίου, να πασχίζει από την αρχή να σηκώσει τα λάφυρά του, να του ξαναπέφτουν και όμως να μην παραιτείται, να ξαναμπαίνει σ’ άλλο σπίτι, να βγαίνει καταϊδρωμένος με καινούργιο φορτίο, να ξαναπασχίζει, να βλαστημάει, να βρίζει τα πράγματα, να κοιτάζει λοξά μήπως τον βλέπουν, μήπως έρχονται να του πάρουν τίποτε, να βλέπει καθαρά ότι αδύνατο να σηκώσει περισσότερα και όμως να θέλει να τα πάρει στο χωριό του όλα όσα βλέπει, αν είναι δυνατόν και τα σπίτια…. Άλογα, βουβάλια κι αγελάδες σύρθηκαν από τους σταύλους, καζάνια και σκάφες από τα πλυσταριά, τραπέζια, καθίσματα, ωραία μαγκάλια, χάλκινα, πολίτικα με τρυπητά σκεπάσματα και το στερεότυπο πουλάκι με τ’ ανοιχτά φτερά στην κορυφή, κουρτίνες λινές, δαμασκηνές, τσίτινες, βελουδένιες, χαλιά περσικά, πιστόλες ασημοκαπνισμένες, μαχαίρες και γιαταγάνια με λαβές πλουμισμένες με κοράλλια,…χρυσαφικά, λάμπες, φωνόγραφοι ως και το μοναδικό στα Σέρβια πιάνο, που το είχε η χαϊδεμένη μοναχοκόρη πλούσιου μπέη, το πήρανε κι αυτό σε κάποιο μακρινό χωριό, όπου οι χωριάτες αφού το περιεργάστηκαν μ’ απορία, το χρησιμοποίησαν ίσως για να λιανίσουν επάνω του κάποια ψημένη γίδα…
Οι πλιατσικολόγοι σύρανε το περιεχόμενο των ιδιωτικών βιβλιοθηκών στους δρόμους, όπου ολάκερες μέρες μούσκευαν στη λάσπη κώδικες, μυθιστορήματα, δικογραφίες, λεξικά, χωρίς να γυρίσει κανείς να τα κοιτάξει….
Μετά τα σπίτια ή και τον ίδιο καιρό, οι χωριάτες ρίχτηκαν στα μαγαζιά, στα εμπορικά, στα μπακάλικα, φορτώνοντας τα ζώα σακιά, που στη βία τους να φύγουν, να εξαφανιστούν, τάσπερναν στους δρόμους, όσπρια, ρύζι, καφέδες, ζάχαρες, κρεμμύδια –γιατί τ’ άρπαζαν κι αυτά- κάθε λογής φαγώσιμο…
 Κατάκοποι φτάσαμε στα Δικαστήρια των Σερβίων, που έγιναν Φρουραρχείο, για να παρουσιαστούμε. Η μεγάλη αυλή ήταν στρωμένη από ξεσχισμένα Δικαστικά αρχεία. Μετά, τραβήξαμε ψηλά σε μια όμορφη πλατεία με πλατάνια, όπου βρήκαμε μερικά μαγαζιά ανοιχτά. Μπήκαμε σε ένα να ξεκουραστούμε και να πιούμε έναν καφέ. Τα περισσότερα σπίτια τριγύρω ήταν καμένα. Τα έκαψαν οι δικοί μας, γιατί ήταν Τουρκικά, για να εκδικηθούν τη σφαγή των Χριστιανών. Το μαγαζί ήταν Τούρκικο, μα το είχαν καταλάβει δυο Ελλαδίτες απ’ αυτούς που παρακολουθούν το Στρατό για μικρεμπόριο και πλιάτσικο και κάνουν χρυσές δουλειές.
Δεν θα πω περισσότερα, γιατί δεν μας τιμούν όσα είδα … Θα μείνω στο ότι επί τέλους ξεκουραστήκαμε και φάγαμε, παίρνοντας δυνάμεις για να συνεχίσουμε. Και στο ότι τα Σέρβια ήταν μία πανέμορφη πολιτεία, στριμωγμένη κάτω από απότομα και παράξενα βράχια και χωμάτινα βουνά με βυζαντινά κάστρα και σπιτάκια τριγυρισμένα με πρασινάδες, χτισμένα αμφιθεατρικά, με θέα στον Αλιάκμονα.
Και το βραδάκι, βρήκα λίγη ησυχία να γράψω ένα γράμμα στους δικούς μου, που είχα καιρό να το κάνω. Ακόμη δεν είχα πάρει απάντηση από το προηγούμενο γράμμα μου, αλλά δεν παραπονιόμουν.
  «Σέρβια 10-Χ-1912
Σεβαστέ μου πατέρα, σεβαστή μου μητέρα
Υγείαν έχω, το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς
Επήραμεν το Σαραντάπορο και εφθάσαμε εις τα Σέρβια θριαμβευταί!
Ήτο σκληρός αγών αλλά μην ανησυχείτε. Όπως σας έγραψα και εις την πρώτην επιστολήν μου, ο εχθρός τα παρατάει και φεύγει άμα τη όψει μας. Μπορείτε να είστε υπερήφανοι δι’ εμέ, ο ίδιος ο Συνταγματάρχης μας με συνεχάρη δια τας ανδραγαθίας της Διμοιρίας μου προ των Σερβίων. Κατόρθωμα που επετεύχθη άνευ απωλειών, κάτι δια το οποίον αισθάνομαι υπερήφανος, σκεπτόμενος την τεραστίαν ζημίαν που προξενήσαμεν εις τον εχθρόν.
Δυστυχώς, η μάχη δεν ήτο αναίμακτος δια το Σύνταγμά μας. Θα αναφέρω ιδιαιτέρως τον θάνατον του γενναίου Ταγματάρχου Παπαδήμα, φονευθέντος την νύκτα της ενάτης προ του Ραχώβου, καθώς και ότι εκ του 9ου Συντάγματος διεγράφησαν φονευθέντες ο Δεκανεύς Ιωάννης Κρέστος και οι οπλίται Αλέξανδρος Καραμπάτσος, Νικόλαος Σωτηρόπουλος, Χρήστος Παπασταθόπουλος, Γεώργιος Κοτσόβολος, Βασίλειος Παπαγιανόπουλος, Βασίλειος Μεντής, Χρήστος Κούλης και ο γείτων μας Κωνσταντίνος Παπανικολόπουλος. Παρακαλώ να διαβεβαιώσητε εκ μέρους μου τον πατέραν του, τον αγαπητό κυρ Γιώργο, ότι ο υιός του έπεσεν μαχόμενος ηρωικώς. Και την συμπαθεστάτη κυρα-Γιώργαινα, να της ειπήτε ότι ο Κωνσταντίνος εχάθη ακαριαίως και άνευ πόνου και ότι μέχρι την τελευταίαν στιγμήν ήτο ευχαριστημένος δια τας νίκας μας.
Από τους ηρωικώς πεσόντας της Στρατιάς, θα σταθώ εις τον Ανθυπολοχαγόν Μαυροδήμον, όστις, ως γνήσιος Σπαρτιάτης, μόλις εχάραξεν προ της μάχης, επρόσταξεν να του φέρουν από τα μεταγωγικά την βαλίτσαν του, εξυρίσθη, ελούσθη, εκτενίσθη, εφόρεσεν την καλήν του στολήν, γάντια λευκά, μπότες λουστρινένιες και ούτω στολισθείς ως γαμβρός τη ημέρα του γάμου του, ώρμησεν πρώτος εις την μάχην και την αιωνίαν Δόξαν.
Ας είναι αιωνία η μνήμη όλων.
Θα αναφερθώ και εις τον Πρίγκηπαν Γεώργιον, όστις, ως λέγεται, έλαβεν το βάπτισμα της φωτιάς επί κεφαλής της Διμοιρίας του, ως να ήτο εις απλός Ανθυπολοχαγός …
Θα αναφέρω και τας ηρωικάς και λίαν ευστόχους Πυροβολαρχίας των Βλαχάβα, Λύτσικα, Μπουκλάκου και Παξιμάδη, αίτινες βάλουσαι εκ θέσεων σχεδόν ακαλύπτων, έκαμαν τα εχθρικά Πυροβόλα να σωπάσουν! Ω, δεν φαντάζεσθε πόσαι ιστορίαι δόξης κυκλοφορούν από ώρας εντός του καταυλισμού μας, καθώς αφικνούνται και τα λοιπά Σώματα εις τα Σέρβια.
Ειλικρινώς, αν τας έγραφα όλας, δεν θα ετελείωνεν ποτέ η επιστολή αύτη. Δια τούτο και θέτω τέλος αναγκαστικώς, διαβεβαιώνοντάς Σας ότι εγώ είμαι καλά και δεν θέλω να ανησυχείτε δι’ εμέ. Κάνω το καθήκον μου όπως όλοι.
Δώσατε την αγάπην μου εις τους αδελφούς και τας αδελφάς μου.
Σας ασπάζομαι σεβασμίως
Ο υιός σας
Αριστείδης»
Την επομένη περάσαμε τον Αλιάκμονα, και στρατοπεδεύσαμε για ανάπαυση και ανασυγκρότηση στη διασταύρωση του δρόμου Κοζάνης - Βέροιας.