Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Εκδήλωση μνήμης του Μ.Ο.Σ. για το Ολοκαύτωμα των Σερβίων της 6ης Μαρτίου 1943


(φωτ. 4171)Το Σάββατο, 3 Μαρτίου στις 7.30΄ το απόγευμα ο Μορφωτικός Όμιλος Σερβίων «Τα Κάστρα» διοργάνωσε εκδήλωση μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Σερβίων της 6ης Μαρτίου 1943. Την εκδήλωση τίμησαν οι Ιερείς μας, ο βουλευτής Ν.Δ. Ν.Κοζάνης κ. Γεώργιος Κασαπίδης, οι Αντιδήμαρχοι κ. Λαζαριώτης Νίκος και Μπάκανος Γεώργιος, ο Αρχηγός της Μείζονος Αντιπολίτευσης στο Δήμο κ. Μακρυγιάννης Μενέλαος και πάρα πολλοί συμπολίτες μας.
Η εκδήλωση περιελάμβανε ζωντανές μαρτυρίες με τη φυσική παρουσία δύο αυτοπτών μαρτύρων, μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων απομαγνητοφωνημένες και μαρτυρίες βιντεοσκοπημένες.
Παρουσιάζουμε στην εφημερίδα μας όλη την εκδήλωση αυτούσια.
Άρχισε η Πρόεδρος Χρυσάνθη Καραγιαννίδου και συνέχισε κανονικά όλο το υπόλοιπο πρόγραμμα:

(φωτ.001) «6 Mαρτίου 1943. Τα Σέρβια παραδίδονται στις φλόγες των Ιταλών και σε λίγες μέρες η πόλη μετατρέπεται σε ένα απέραντο νεκροταφείο, μια μικρή Πομπηΐα. Είναι μια θλιβερή επέτειος, την οποία όμως δε θα πρέπει να λησμονούμε ούτε καν να προσπερνούμε.
69 χρόνια μετά, θελήσαμε να ζωντανέψουμε μνήμες από κείνη την εποχή, να θυμηθούν οι μεγάλοι και να μάθουν οι νεότεροι. Είναι η τρίτη φορά που επιχειρούμε καταγραφή και παρουσίαση των γεγονότων από ανθρώπους οι οποίοι τα βίωσαν οι ίδιοι. και τα άντεξαν. Και τα παρουσιάζουμε όχι με διάθεση ρεβανσισμού, ούτε μαζοχισμού, αλλά διότι το παρελθόν είναι, πρέπει να είναι, διδάσκαλος του μέλλοντος και διότι η γνώση της ιστορίας μάς οδηγεί στην αυτογνωσία. Δε θα επιχειρήσουμε ανάλυση ή σχολιασμό των γεγονότων. Δε θέλουμε αυτή τη στιγμή να υποκαταστήσουμε το έργο κάποιου ιστορικού. Θα ήταν βλασφημία και να το σκεφτούμε. Εμείς απλά θέλουμε να δούμε τα γεγονότα από ανθρώπους μιας Γενιάς που σιγά-σιγά φεύγει, μάλλον σχεδόν έφυγε, - ό,τι προλαβαίνουμε ακόμη- και να τα παραδώσουμε και στις επερχόμενες γενεές.
(φωτ.70) Έτσι στραφήκαμε σε αρκετούς, που ανταποκρίθηκαν και ξεδίπλωσαν την  ιστορία του ο καθένας.  Προσωπικά απευθυνθήκαμε σε αρκετούς Σερβιώτες που είχαν εκείνη την εποχή κάποια ηλικία και έζησαν την καταστροφή.  Όλοι πρόθυμα ανταποκρίθηκαν και τους ευχαριστούμε πολύ γι’ αυτό. Δυστυχώς όμως για τους δικούς του  λόγους ο καθένας, δεν μπορούν όλοι να εκθέσουν τα βιώματά τους οι ίδιοι. Πλην των κυρίων Πέτρου Λαζαρίδη και Διονύση Μπιλιάτη που παρίστανται αυτοπροσώπως, των άλλων απομαγνητοφωνήσαμε τις συνεντεύξεις και θα τις παρουσιάσουμε εμείς. Ο κύριος Γιάννης Παπαδόπουλος από την Αθήνα μας έστειλε τις μνήμες του σε video, το οποίο επιμελήθηκε η κ. Κική Ηλιοπούλου, η οποία μας τιμά και με την παρουσία της. Η κ. Δώρα Ηλιοπούλου επιμελήθηκε σελίδες από το Ημερολόγιο του πεθερού της Νίκου Ηλιόπουλου και μας το έστειλε. Τους ευχαριστούμε καθώς και τις κυρίες  που θα μας βοηθήσουν στην παρουσίαση, Κακαλέ Αννούλα, Οικονομολόγο του ΕΠΑΛ Σερβίων, Παπασυννεφάκη Μαργαρίτα, Φιλόλογο και Χόλμπα Τάσα, Δικηγόρο, καθώς και την κ. Χιονία Άγρου στην προβολή του video.
Στα Σέρβια στον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, από την Καστανιά σχεδόν, από το Καραούλι,  μέχρι το Μικρόβαλτο ήταν η γραμμή άμυνας των Άγγλων. Ακόμη και στην Τούμπα υπήρχαν χαρακώματα και υπήρχαν Άγγλοι. H περιοχή μας ήταν η δεύτερη αμυντική γραμμή. Έτσι δέχθηκε ισχυρά χτυπήματα από τους Γερμανούς για να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση κατά την εισβολή  τους στην Ελλάδα. Όπως μας αφηγείται ο κύριος Πέτρος Λαζαρίδης, οι Γερμανοί αρχές Απριλίου του 41 έριξαν αλεξιπτωτιστές για να εξομαλύνουν το πέρασμα του στρατού προς τo νότο. Τα βλέπαμε τα αεροπλάνα που έρχονταν από το Μπούρινο. Πήγαιναν να πιάσουν τις Πόρτες. Πάνω στο βουνό από την πλευρά των Σερβίων ήταν ένας Εγγλέζος φαντάρος και ένας Έλληνας. Είχαν ένα πολυβόλο. Και τους γάζωσαν, σκότωσαν πολλούς. Ήταν πάνω από 50-60. Όσοι έπεσαν στη χαράδρα προς το μέρος του Προσηλίου γλίτωσαν. Τους άλλους τους έριξαν σε ένα λάκκο που άνοιξαν οι δικοί μας και τους έθαψαν ομαδικά με την επίβλεψη των Γερμανών. Ήταν και ο μπαμπάς μου και ένας γείτονάς μας σ’ αυτή τη διαδικασία. Υπάρχουν ακόμη τα μνήματα όπου τους έθαψαν οι Γερμανοί. Οι επιζώντες έκαναν ανίχνευση. Οι Άγγλοι είχαν φύγει από το Ρύμνιο από τα Αναυρικά, είχαν κάνει μία γέφυρα με σανίδια και φεύγαν από κει. Απέφυγαν το Σαραντάπορο γιατί φοβόταν μήπως έρθουν οι Γερμανοί. Άλλωστε κατ’ άλλη μαρτυρία οι Γερμανοί επί 8 ημέρες χτυπούσαν συνεχώς με τα κανόνια από τη Νεράιδα τους Άγγλους που οπισθοχωρούσαν. Άργησαν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας.
Πριν αναχωρήσουν οι Άγγλοι από τα Σέρβια, αφηγείται και ο κύριος Βάιος Αναγνώστου ανατίναξαν τη γέφυρα του Αλιάκμονα. Οι Γερμανοί όμως έκαναν ξύλινη γέφυρα και πέρασαν..
Στο διάστημα αυτό οι Γερμανοί βομβάρδισαν τα Σέρβια με τα στούκας.  Κυριακή των Βαΐων, μας λέει η κυρία Ολυμπία Αναγνώστου.
 (video στο οποίο η 97ετής μάρτυς μας αφηγείται ότι πήγε στην Εκκλησία Κυριακή των Βαΐων το πρόσφορο, διότι γιόρταζε ο άνδρας της, και τη βρήκε άδεια. Τότε πληροφορήθηκε τι συνέβαινε και έφυγαν στο Παλαιογράτσανο…)
Τότε έγιναν αρκετές ζημιές στην πόλη. Στην πλατεία υπήρχε ένα ωρολόγι επί τουρκοκρατίας. Αυτό το χάλασαν και τα τούβλα τα είχαμε έξω από σπίτι μας, λέει η ίδια μάρτυς. Εκεί έπεσε βόμβα και τα σκόρπισε όλα. Βόμβες έπεσαν στη γειτονιά του Ματάνα, εκεί κατέστρεψε όλο το τετράγωνο, αλλά οι κάτοικοι, οι περισσότεροι, είχαν φύγει, διότι φοβόταν, δεν ήξεραν τι θα συνέβαινε.
Από άλλη πηγή μαθαίνουμε ότι προηγουμένως ήρθαν και οι Ιταλοί να βομβαρδίσουν τα Σέρβια, θέλοντας να χτυπήσουν τους Άγγλους, που κατείχαν τη γραμμή άμυνας, αλλά από λάθος βομβάρδισαν το Μοσχοχώρι. Οι κάτοικοι ειρωνεύονταν τους Ιταλούς πιλότους, ως δειλούς, διότι έλεγαν φοβόταν να κατεβούν χαμηλότερα, να ελέγξουν, και βομβάρδισαν λάθος.
Μια βδομάδα, δέκα μέρες μετά τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών, συνεχίζει ο κύριος Πέτρος Λαζαρίδης,  έγινε ο βομβαρδισμός στα Σέρβια. Οι Γερμανοί ήξεραν τη στρατηγικότητα της θέσης, γι’ αυτό τα βομβάρδισαν.
Όταν ήρθαν τα αεροπλάνα τα βομβαρδιστικά, εγώ 17 χρονών τότε, ήμουν στο σπίτι. Η άλλη η οικογένεια, όπως όλοι σχεδόν οι Σερβιώτες, είχε φύγει στο Ρύμνιο, στα Αναυρικά. Με ένα φίλο μου περιμέναμε το μπαμπά μου να φορτώσουμε γεννήματα, γιατί είχαμε αμπάρι που βάζαμε το σιτάρι, για να τα πάμε στο Ρύμνιο. Ακούγοντας τα αεροπλάνα πήγαμε στην αχυρώνα για καλύτερα δήθεν.  Εδώ μέσα στην πόλη έπεσαν μερικές βόμβες, αλλά οι περισσότερες έπεσαν στον ξερόλακκο. Μία βόμβα έπεσε στη γειτονιά μας, και αφού έσκασε, οι σκεπές όλες έφυγαν. Η αχυρώνα ξεσκεπάστηκε. Βλέποντας αυτό φοβηθήκαμε και αποφασίσαμε με το φίλο μου να πάμε στο Ρύμνιο. Το μπαμπά μου τον βρήκαμε στη διασταύρωση Κρανιδίων, αλλά φοβηθήκαμε να γυρίσουμε πίσω, να τον βοηθήσουμε. Με το φίλο μου είχαμε συμφωνήσει, ό,τι βρίσκαμε στο δρόμο να το παίρνουμε εναλλάξ. Πλησιάζοντας στο Ρύμνιο μέσα σε κάτι ζίγρες βρίσκουμε ένα ποδήλατο, ωραίο, καινούργιο, κίτρινο. Το είχαν αφήσει οι Άγγλοι φεύγοντας. Ήταν η σειρά μου. Πήγαμε στο χωριό, αλλά σε λίγο χρόνο, αφού πια είχαν έρθει οι Γερμανοί και δεν πείραζαν τον κόσμο, γύρισαν όλοι οι Σερβιώτες  πάλι στα Σέρβια. Στο βομβαρδισμό σκοτώθηκε ο Ζαλούμης ο Θόδωρος.
Καμιά δεκαριά μέρες μετά το βομβαρδισμό, μετά το Πάσχα, ήρθαν οι Γερμανοί. Εγώ ήμουν στα Σέρβια. Πήγαμε, τα παιδιά, στο δημόσιο και τους είδαμε να έρχονται. Μπροστά μια διμοιρία γυναίκες νοσοκόμες, πίσω ο στρατός.  Περίπου δυο λόχοι. Άφησαν τα αυτοκίνητα στη γέφυρα και έρχονταν πεζή να κάνουν παρέλαση. Εμείς κόψαμε τριαντάφυλλα και τα ρίξαμε –παιδιά ήμασταν… Ήρθαν μέχρι τη Μητρόπολη δεν πείραξαν κανένα, τίποτες, και έφυγαν για Αθήνα.
Μόλις άρχισε η οπισθοχώρηση του στρατού μας, αφηγείται η κυρία Θεοδώρα Καραγιαννίδου, έφευγαν όλοι από τα Σέρβια, διότι φοβόταν. Εμείς, εγώ με τη γιαγιά μου, πήγαμε στην Ελασσόνα, στους δικούς μας. Όμως, όταν μάθαμε για τον βομβαρδισμό, θέλαμε να ρθούμε στα Σέρβια, να δούμε το σπίτι μας.
Μόλις φθάσαμε, το βρήκαμε γεμάτο Γερμανούς. Κάναμε να ανεβούμε τα σκαλιά και δε μας άφηναν να μπούμε μέσα, ώσπου έμαθαν ποιοι είμαστε. Έτσι μας άδειασαν ένα δωμάτιο και καθίσαμε μαζί τους. Κάθε βράδυ ερχόταν ο Μηνάς ο Μαλούτας. Αυτός πάλι είχε το σπίτι του απέναντι, (αυτό που σήμερα είναι του Λιάκου), το είχαν και αυτό επιταγμένο οι Γερμανοί, και ήθελε να επιβλέπει κάπως, μήπως φύγουν καμιά νύχτα χωρίς να το πάρει είδηση…
Στο σπίτι του Μηνά στην αυλή είχαν το μαγειρείο  και πού και πού μας έδιναν κι εμάς κανένα πιάτο φαγητό, κανέναν καφέ…
Μια μέρα ήρθαν δυο Έλληνες στρατιώτες κουρελιασμένοι, ταλαιπωρημένοι, νηστικοί, κακορίζικοι και οι Γερμανοί τους ειρωνεύονταν. Αυτοί μου ζήτησαν κάτι να φαν. Δεν είχαμε, αλλά τους λέω πάτε από το πίσω μέρος του σπιτιού, θα πάρω φαγητό από τους Γερμανούς και θα σας φέρω. Το πήρα το φαγητό, το έφερα για να το φάμε δήθεν εμείς και τους το έδωσα από το παράθυρο. Ήταν να κλαις.
Μια άλλη μέρα, ενώ έβρεχε, κάθονταν έξω στην αυλή. Είχαν το τραπέζι στη μέση  και αυτοί γύρω-γύρω έπιναν, τραγουδούσαν και γλεντούσαν, και είχαν την ομπρέλα μέσα στο μπουκάλι μόνο να φυλάγει το κρασί. Οι ίδιοι ήταν μούσκεμα. Παραξενεύτηκα και ρώτησα «Τι γίνεται, τι πολλές χαρές;»   «Κρέτα, Κρέτα», μου είπε ένας. Είχε πέσει εκείνη την ημέρα η Κρήτη. Ύστερα από λίγες μέρες έφυγαν από δω. Αλλά και οι άλλοι που είχαν μείνει, έρχονταν στο σπίτι, όταν ήθελαν, άνοιγαν τα ντουλάπια, έπαιρναν ό,τι ήθελαν και έφευγαν. Είχαν επιτάξει το υπόγειο και φύλαγαν εκεί τα πράγματα, τρόφιμα που έπαιρναν από τους μαυραγορίτες. Θυμάμαι ένα απόγευμα μια γυναίκα –πόσο τη λυπήθηκα- είχε δυο τσαντούλες με ψώνια περασμένα στο χέρι και επειδή είχε κρύο, είχε τα χέρια στη τσέπη. Ένας Γερμανός την πλησίασε, έκοψε τα χεράκια από τις τσάντες και τις άρπαξε. Η καημένη έβαλε τα κλάματα, αλλά ποιος να συγκινηθεί… Ενώ είχαν τόσα πράγματα, είχαν γεμίσει την αποθήκη όλη, πήρε τις δυο σακκουλίτσες από τη γυναίκα…
Μετά έμειναν λίγοι Γερμανοί, 10-12, στο Φρουραρχείο, στο Φυτώριο, μέχρι τέλος Φεβρουαρίου ή πρώτη Μαρτίου του 43, οπότε έφυγαν και αυτοί. Μια-δυο μέρες μετά από αυτό το γεγονός υπήρχε μεγάλη ανησυχία. Βγαίνουμε να δούμε τι γίνεται, βλέπουμε το Δεσπότη, τον Ιωακείμ, να περνάει στον κεντρικό δρόμο με μια σάρπα πάνω του, μας ευλόγησε, πέρασε και έφυγε, ίσα πάνω στην πλατεία. Εκεί, όπως μάθαμε, κατέβασαν τη Γερμανική σημαία από το κοινοτικό κατάστημα και έβαλαν την ελληνική. Στο μεταξύ την επομένη ακούμε ότι έρχονται πάλι Γερμανοί. Τους είδαμε δυο-τρεις Γερμανούς ανέβαιναν επάνω πεζή, ζήτησαν τη σημαία από τον Πρόεδρο «Τη βγάλαμε να την πλύνουμε» είπε. Δώστε την.  Την έδωσαν, την πήρε ο Φρούραρχος και ύστερα από λίγο πάλι πέρασαν οι Γερμανοί και έφυγαν.
Την άλλη μέρα είδαμε να περνούν στο δρόμο, σαν σε παρέλαση, πολλά παιδιά. Μπορεί να ήταν 400 άτομα…Βγήκαν στην πλατεία, μίλησαν, και το βράδυ γλέντησαν στο Ορφανοτροφείο (Α΄ Δημοτικό Σχολείο σήμερα).
Στο μεταξύ μία ομάδα έκαψε τη Γέφυρα.
Στις 5 Μαρτίου ερχόταν μία φάλαγγα Ιταλών από Ελασσόνα για τη Σιάτιστα. Τους σταμάτησαν το βράδυ λίγο στο Σαραντάπορο. Στα Σέρβια αναστάτωση. Έπρεπε να φύγουμε, να αδειάσουν τα Σέρβια. Όλοι φοβόταν ότι οι Ιταλοί θα εκδικούνταν για το κάψιμο της γέφυρας και θα γινόταν αυτό που τελικά έγινε. Έφυγαν όλοι. Εμείς πήγαμε στη Λάβα, όπου έμενε η οικογένεια του αρραβωνιαστικού μου.
Στις 7 Μαρτίου, αφηγείται ο κύριος Γεώργιος Χατζηαντωνίου, θα είχαμε τις αποκριές οπότε και αποφασίσαμε οι τρεις μας, εγώ, ο Βάϊος ο Βαϊτσόπουλος και ο Παναγιώτης Σμυρλής να πάμε στα Σέρβια στους δικούς μας, όπως ήταν τότε συνήθεια, να είμαστε όλοι μαζί τις ημέρες των απόκρεω.
Την 4η Μαρτίου ώρα 11 το πρωΐ ξεκινήσαμε, φυσικό ήταν πεζοπορία, γιατί δεν υπήρχε τότε αυτοκινητιστική συγκοινωνία για τα Σέρβια.
Κατά διαστήματα, στάση, ξεκούραση και πάλι περπάτημα, οπότε περί ώρα 6 το απόγευμα φθάσαμε στη Γέφυρα του Αλιάκμονα ποταμού και με μεγάλη μας έκπληξη είδαμε τη Γέφυρα κατεστραμμένη ολοσχερώς, αλλά και αρκετούς αντάρτες οπλισμένους με αυτόματα και άλλα όπλα.
Αφού έγινε η αναγνώριση και μάθανε ποιοι είμαστε και πού πάμε, προθυμοποιήθηκαν να μας περάσουν απέναντι με τα άλογα, εμείς όμως φοβόμασταν, γιατί είχε πολύ νερό το ποτάμι και δε δεχθήκαμε. Τους ρωτήσαμε αν υπήρχε κάποια άλλη διάβαση και μας είπαν πως πέρα προς τα ΄Ιμερα είναι ένας  βαρκάρης που μπορεί να μας περάσει απέναντι με τη βάρκα. Ξεκινήσαμε λοιπόν αμέσως και ύστερα από μία ώρα περίπου φθάσαμε κοντά του και τον παρακαλέσαμε να μας περάσει απέναντι, όπως και έγινε.
Εν τω μεταξύ είχε νυχτώσει αρκετά, που δεν βλέπαμε, πού πατούμε μέσα στα χωράφια- βάτα, αγκάθια και ζίγρες. Σκοντάφτοντας  και πέφτοντας, κάποτε πλησιάσαμε στα Σέρβια, αλλά φως δεν βλέπαμε πουθενά, δεν ήταν δυνατόν να καταλάβουμε τι συνέβαινε. Και ενώ προχωρούσαμε με τη σκέψη αυτή, ακούμε μια φωνή να μας λέει: «ποιοι είστε και πού πάτε;» Του είπαμε και μας απάντησε πως στα Σέρβια δεν υπάρχει κανείς και πως όλοι έχουν φύγει, φοβούμενοι τους Γερμανο -Ιταλούς για αντίποινα που κατέστρεψαν οι Αντάρτες τη Γέφυρα. Ποτέ δεν μάθαμε ποιος ήταν έξω από τα Σέρβια που μας σταμάτησε και μας πληροφόρησε για το γεγονός.
Τότε χωρίσαμε, ο μεν Παναγιώτης Σμυρλής προς Κρανίδια, εγώ και ο αδελφός μου Βάϊος προς το Πλατανόρευμα, όπου θα βρίσκαμε τους δικούς μας. Εμείς εν τω μεταξύ μέσα στο βαθύ σκοτάδι προχωρώντας φθάσαμε στο χωριό και μάθαμε πως οι δικοί μας είχαν φύγει για το Μοσχοχώρι, όπου πήγαν και άλλες οικογένειες. Προς τα ξημερώματα φθάσαμε στο χωριό και τους βρήκαμε επιτέλους.
Οι Ιταλοί  εντωμεταξύ αφού δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το δρόμο τους για τον Φαρδύκαμπο όπου ένα άλλο Τάγμα τους είχε εγκλωβιστεί για να τους βοηθήσουν, ενώ τους σφυροκοπούσαν οι αντάρτες, γύρισαν στα Σέρβια και άρχισαν να καίνε τα πάντα.
Στο Ολοκαύτωμα, συνεχίζει την αφήγησή του ο κύριος  Πέτρος Λαζαρίδης, μας ειδοποίησαν οι ΚαπαΠίτες  (πολιτοφυλακή) ότι πρέπει να φύγουμε. Εμείς ήμασταν στο μιρ τσιαίρ. Έκαψαν τη γέφυρα και μας είπαν να φύγουμε. Έφυγαν οι οικογένειες στο Πλατανόρευμα.  Όταν ήρθαν οι Ιταλοί και δεν μπόρεσαν να περάσουν, έκαψαν τα Σέρβια. Δεν έκατσαν πολύν καιρό, 9-10 μέρες. Όποιους βρήκαν τους σκότωσαν –τον μπαρμπα Γιώργο Λαζαρίδη, αδελφό του πατέρα μου, τον βρήκαν στο σπίτι. Ήταν άρρωστος από φυματίωση. Δεν μπορούσαν οι συγγενείς να τον πάρουν, δεν υπολόγιζαν κι όλας ότι θα γίνει η καταστροφή. Μάλιστα μερικοί πίστευαν πως αν ήταν κάποιος γέρος μέσα στο σπίτι, μπορεί να γλίτωνε και το σπίτι από τη φωτιά. Τον βρήκαν οι Ιταλοί μέσα, τον πήραν μέχρι τη στροφή, στου Ντώνα, και εκεί τον σκότωσαν.
Εγώ θυμάμαι, είπε ο κύριος Διονύσης Μπιλιάτης, τη μέρα που ήρθαν οι Ιταλοί και κάψανε τα Σέρβια. Πριν απ’ αυτό, ήταν αναστατωμένα τα Σέρβια και κάποιοι οδήγησαν τους κατοίκους προς το Πλατανόρευμα. Σε λίγες ώρες άδειασαν τα Σέρβια. Έγινε μεγάλος πανικός. Ο κόσμος τάχασε. Δεν ήξεραν τι να κάνει. Πανικός. Φώναζαν φύγετε όσο μπορείτε πιο γρήγορα, ό,τι μπορείτε να πάρετε μαζί σας, βελέντζες, κουβέρτες κανένα ψωμί, τρόφιμα κλπ. Αυτό έγινε σε λίγες ώρες, ο πανικός ο μεγάλος Φύγανε Έμειναν μόνο οι ανήμποροι, κάτι γριές, κάτι γέροι. Στο δικό μας το μαχαλά, κάτω στη Ζευγαλατιά έμενε η Όλγα του Σταμπλιάκα. Την πέταξαν στο λάκκο, στην Καρούτα. Την Καραβάραινα επίσης εκείνη την σκότωσαν. Μόνο του Σιαμαντζιούρα του Χαρίση τη γυναίκα, ήταν λεχώνα ανέβηκαν επάνω είδαν το μωρό, τη σεβάστηκαν και φύγανε. Μόνο  εκεί φερθήκανε σαν άνθρωποι.
Από κει και πέρα φύγαμε κι εμείς.
Στη συνέχεια προβλήθηκε το video  του κυρίου Γιάννη Παπαδόπουλου: Βρισκόμαστε στα Σέρβια. Οι Γερμανοί είχαν καταλάβει όλη την περιοχή και είχαν στα Σέρβια ένα φυλάκιο. Κάποιος φρουρός ήταν γενικός ντερβέναγας Ο κόσμος βρισκόταν σε αναβρασμό. Αρχές Μαρτίου του 1943 οργανώθηκαν τα πρώτα αντάρτικα. Τότε γινόταν μία μάχη στο Φαρδύκαμπο Σιατίστης μεταξύ Ελασιτών και Ιταλών. Ξεκίνησε μία δύναμη Ιταλών να πάει στο Φαρδύκαμπο. Δόθηκε εντολή όσοι έχουν όπλα να βγουν στα Κασιάνια να τους εμποδίσουν Βγήκαν οι δικοί μας με όπλα και γεωργικά εργαλεία με τον ενθουσιασμό ότι θα σκοτώσουν τους Ιταλούς να πάρουν όπλα. Όταν όμως έφθασαν εκεί, οι Ρουμανόβλαχοι που ήταν συνεργάτες των Ιταλών, τους φώναξαν στα ελληνικά και δημιούργησαν σύγχυση. Άρχισαν να τους θερίζουν οι Ιταλοί, και έφυγαν.
Οι Ιταλοί μη έχοντας αντίσταση, ξεκίνησαν προς τα Σέρβια. Εγώ ήμουν στο ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων και παρακολουθούσα την κατάσταση. Όταν έφθασαν κοντά στα Σέρβια, ένας, Γιάννης Παπαδόπουλος, μικρασιάτης την καταγωγή, πήρε ένα όπλο και πηγαίνοντας προς τα Κρανίδια, τελείως ακάλυπτος έρριχνε καμιά τουφεκιά στους Ιταλούς. Η λέξη ήρωας δεν τον καλύπτει. Ένας άλλος από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων έρριχνε με ένα αυτόματο.
Οι Ιταλοί μπήκαν στα Σέρβια με προορισμό να πάνε στη Σιάτιστα. Φθάνοντας στη γέφυρα που την είχαν κάψει οι αντάρτες, γύρισαν πίσω και άρχισαν να καίνε τα σπίτια. Ούτε εκκλησιές δε σεβάστηκαν. Έκαψαν την Αγία Κυριακή η οποία είχε ένα τέμπλο από τα λίγα στην Ελλάδα και επί μία εβδομάδα καίγαν και ρημάζαν, η δε μυρωδιά από τα καμένα ερχόταν ως την Καστανιά.
Πρωΐ - πρωΐ κοιτάζω προς τη γέφυρα και βλέπω ένα συντεταγμένο τάγμα ανταρτών που ήταν την προηγουμένη στην πλατεία και χορεύαν ψάλλοντας τον Θούριο του Ρήγα, η φαντασία μου τους έκανε σαν αγγέλους.
Σπουδαίο ρόλο στην αντίσταση έπαιξε ο Δεσπότης Ιωακείμ. Όταν σε μία δέηση στον Άγιο Γεώργιο είπε «υπέρ των πεσόντων και πιπτόντων» ήταν ένας σπινθήρας που άναψε στις καρδιές όλων μας την αντιστασιακή ιδέα. Ο αντάρτης αυτός, ο Δεσπότης αυτός, ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα. Μια φορά στη Δεσκάτη ρώτησε «ψωμί έχετε;» «Καρδιά έχετε να πολεμήσετε;» αυτό ήταν το σύνθημα. Δυστυχώς τον Δεσπότη αυτόν η Πολιτεία τον έθεσε στο περιθώριο. Τον ήξερα πολύ καλά από την Κοζάνη όπου έμενα.
Βέβαια μετά για τους κατοίκους άρχισε η Οδύσσεια. Τις πρώτες μέρες πήγαμε στην Καστανιά, αλλά επειδή φοβηθήκαμε, φύγαμε. Πήγαμε σε ένα νερόμυλο η οικογένειά μας με το γαμπρό μας τον Νίκο Ηλιόπουλο, που ήταν στην Αντίσταση και έπαιξε σπουδαίο ρόλο, και η οικογένεια του Μαρτινόπουλου.  Εκεί αυτοί κοιμόταν στη μυλόπετρα. Δεν είχαμε τι να φάμε. Βρήκαμε σε μια γωνιά καλαμποκάλευρο, βάλαμε σε ένα δοχείο νερό, ανάψαμε φωτιά και ρίξαμε και αλεύρι. Αλλά δεν είχαμε κουτάλα να το ανακατέψουμε και πήραμε το μπαστούνι του Μαρτινόπουλου. Και κάναμε κατσιαμάκα.
Εμείς οι νεότεροι κρατάγαμε την κουβέρτα από πάνω για να μη βρέχονται τα μωρά. Ο Δεσπότης, όταν κάηκαν τα Σέρβια, για να παρηγορήσει τον κόσμο είπε: «Μην κλαίτε, μη θρηνείτε, τα Σέρβια θα γίνουν μαρμαρόκτιστα.» Έτσι πίστευε.
Η συμμετοχή των κατοίκων στην αντίσταση ήταν πάνδημη.
 Οι ρουμανόβλαχοι ήταν μία οργάνωση που απέβλεπε να ιδρύσουν το πριγκιπάτο της Πίνδου που θα ανήκε στη Ρουμανία. Αυτούς  τους περιποιήθηκε δεόντως ο Άρης Βελουχιώτης. Τους πήρε τα κεφάλια όλους και έτσι αποσοβήθηκε αυτός ο κίνδυνος.

3   Ο Νίκος Ηλιόπουλος ήταν από την Αθήνα και υπηρετούσε στο τηλεγραφείο στα Σέρβια. Γράφει, λοιπόν, στο Ημερολόγιό του, όπως μας το παρέδωσε η νύφη του η Δώρα Ηλιοπούλου: 6 Μαρτίου 1943. Την ημέρα εκείνη οι Ιταλοί έκαψαν τελείως τα Σέρβια.
Στη σκέψη μου γυρίζουν οι ώρες εκείνες που, ενώ οι Ιταλοί μοτοσυκλετιστές  πυροβολώντας ανεβαίνανε προς την πλατεία των Σερβίων, εγώ με τον Θοδωρή Ματάνα φεύγοντας --είχαμε φτάσει έξω από το μαγαζί του Χρήστου Μέλλιου, --γυρίσαμε πίσω στο τηλεγραφείο και ειδοποίησα τους πατριώτες που ήταν στο φυλάκιο της γέφυρας Αλιάκμονος να φύγουν αμέσως, γιατί θα τους έπιαναν οι Ιταλοί.
Είμαστε οι τελευταίοι που εγκαταλείψαμε το Τηλεγραφείο των Σερβίων. Με άλματα και μαζί μας μόνο τα χαρτιά μας εγκαταλείψαμε στη μανία της φωτιάς  όλα τα υπάρχοντά μας και ανεβήκαμε το βουνό για την Καστανιά. Σφύριζαν οι σφαίρες που μας έριχναν οι πρώτοι Ιταλοί που μπήκαν στα Σέρβια. Τα σπίτια κάπνιζαν σαν ηφαίστειο. Είκοσι μέρες καιγόντουσαν τα Σέρβια και μαζί τους καιγόταν και η ψυχή μας 
Ταλαιπωρημένοι, ξενυχτισμένοι, πεινασμένοι, αλλά υπερήφανοι που κάναμε το χρέος μας να ειδοποιήσουμε τους κατοίκους να λάβουν τα μέτρα τους, ξεκινήσαμε μέσω Βελβεντού για Κοζάνη, και από κει για Θεσσαλονίκη. Tον Μάιο  μετά από περιπετειώδες κουραστικό σιδηροδρομικό ταξίδι φτάσαμε στην Αθήνα. .
Απόγευμα της 5ης Μαρτίου, αφηγείται ο κ. Αναγνώστου Βάιος, ο Αγησίλαος Κοεμτζόπουλος μας είπε «φύγετε γιατί τα Σέρβια θα τα κάψουν.» Λέω στη γυναίκα μου, έγκυο, πάμε να φύγουμε. Πού ; Στο Πλατανόρευμα και μετά στο Παλαιογράτσανο. Εγώ έκατσα εδώ τη νύχτα. Οι πρώτες μοτοσυκλέτες που έφτασαν εδώ έκαψαν τα πρώτα σπίτια του Τσικαρδάνη. Φύγαμε μετά κι εμείς. Πήγαμε στο χωριό. Από κει βλέπαμε τις φλόγες. Πλιατσκολογούν τα σπίτια, τα καιν και φεύγουν. Την πρώτη βραδιά κατεβήκαμε. Πήραμε κάμποσα πράγματα. Λίγο λάδι, μια βελέντζα, έφτιαξα ένα δέμα γερό, και έφυγα. Στο δρόμο συναντήσαμε πολλούς.  Άρχισε και ένα χιόνι. Ένας-ένας, είπαμε,  και αλλάζαμε, πότε ένας μπροστά πότε άλλος, μήπως έχουν καμιά ενέδρα. Φθάσαμε στο Πλατανόρευμα, χτύπησα μια πόρτα, δε μας άνοιξαν.  Το άλλο βράδυ κατεβήκαμε πάλι να πάρουμε τίποτε τρόφιμα, δε μας άφησε η δεκαρχία να μπούμε. Ύστερα πεντ-έξι μέρες ξανά είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα. Κατεβήκαμε να βρούμε κάτι να φάμε, δε μας άφησαν. Καθήσαμε άλλες δέκα μέρες στο Παλιογράτσανο. Και φύγαμε για τα Κρανίδια. Όταν μετά από λίγες μέρες ήρθα στα Σέρβια, δεν υπήρχε τίποτε. Όλα καμένα. Σύμμασα λίγο την κουζίνα και έκατσα εκεί, Ύστερα έφερα και τη γυναίκα μου. Άρχισε σιγά σιγά να συμμαζεύεται λίγος κόσμος.
Τον Ιούνιο του 43 έκαψαν στο Σαραντάπορο οι αντάρτες φάλαγγα γερμανική 40 αυτοκίνητα με υγειονομικό υλικό. Μετά από αυτό το γεγονός κηρύχτηκε στα Σέρβια Νεκρά Ζώνη.
Θυμάμαι πολύ καλά, συνεχίζει ο κ. Διονύσης Μπιλιάτης εμείς, 4-5 οικογένειες, ήμασταν στου Τσαμαντάν τις πέτρες, πιο δεξιά από τον Άγιο Θεόδωρο. Έγινε ως εξής εκείνη την ημέρα: Έγινε μια μάχη στο Σαραντάπορο Από ράχη σε ράχη ειδοποιήθηκε ο κόσμος, έρχεται φάλαγγα Ιταλοί. Ο τελευταίος ήταν πάνω από τον Άγ. Θεόδωρο . Τώρα έγινε ένα μεγάλο λάθος. Οι μυλωνάδες οι δικοί μας νομίσαν ότι φώναζε πιάσαμε τη φάλαγγα αιχμάλωτη και τη φέρνουμε στα Σέρβια. Αφού οι μυλωνάδες νόμισαν ότι πιάσαν τη φάλαγγα, βγήκαν να την υποδεχθούν. Πρώτος ο Κώστας ο Παρασκευάς  Τον έπιασαν, τον κρέμασαν σε ένα πλατάνι Από κάτω ερχόταν ο Λουκάς ο Ζυγούρης Φτάνει στο μύλο τον δικό μας και λέει στον πατέρα μου «Νικόλα, πάμε να δεχτούμε τη φάλαγγα», «Τώρα, λέει ο πατέρας μου, τελειώνω το άλεσμα και έρχομαι.» Ο Λουκάς δεν κρατήθηκε, προχώρησε. Σε ένα καραγάτσι, του δίνουν μια ριπή οι Ιταλοί, τον σκοτώνουν. Ακούγοντας ο πατέρας μου βγαίνει, τον βλέπουν, ρίχνουν μια ριπή και στον πατέρα μου αλλά δεν τον πήραν οι σφαίρες. Γύρισε στο πίσω μέρος, αλλά τι να κάνει. Έπρεπε κάτι να κάνει. Το μέρος ήταν γυμνό Δεν υπήρχε τίποτε να τον καλύψει. Στο πίσω μέρος είχαμε την κοπριά από τα ζώα. Μπαίνει στην κοπριά. Σκεπάστηκε όλος, μόνο το πρόσωπο έξω. Ήταν και μία ζίγρα, μία βατσινιά, την πήρε και την έβαλε από πάνω σκεπάζοντας το κεφάλι. Οι Ιταλοί σε πέντε λεπτά ήρθαν. Ψάξανε δεξιά, αριστερά, δεν τον βρήκαν πουθενά. Ο πατέρας μου μέσα από τα κλαδιά έβλεπε. Ντυμένοι ιταλικά μιλούσαν ελληνικά. Φύγανε. Ο πατέρας από τις οσμές από την κοπριά ζαλίστηκε. Έμεινε ξερός. Σε λίγο έρχεται η μάνα μου, τα αδέλφια μου, φωνάζουν, ψάχνουν, πουθενά ο πατέρας μου. Κάποια στιγμή ο αδελφός μου ο Θανάσης  βλέπει τη ζίγρα. «Τι θέλει εδώ αυτή η ζίγρα»; Τη σηκώνει, βλέπει τον πατέρα μ’ από κάτω. Τον βγάζουν, τον χτυπούν, του ρίχνουν νερό, τον συνέφεραν.
Μία Σερβιώτισσα γράφει στο Ημερολόγιό της
Ξημέρωμα!... Κάποιος κτυπάει την πόρτα μας  «Φύγετε!  Έρχονται οι Ιταλοί!....»  Να πάμε πού; Για πόσο; Και παίρνουμε το δρόμο για το Ορτάκι. Αγωνία. Όλη μέρα στο ύπαιθρο, στο κρύο… Νύχτωσε.  Σ’ ένα σπίτι στο χωριό, μας δέχθηκαν φιλόξενα. Πόσοι ήμασταν;  Αρκετοί. Την άλλη μέρα πήραμε το δρόμο για το Παλαιογράτσανο. Ένα γνωστό σπίτι μας φιλοξένησε για πολλές μέρες. Τι γίνεται, άραγε κάτω; Βγήκα μια ηλιόλουστη μέρα σ ένα πλάτωμα και τα μάτια μου θόλωσαν. Τα Σέρβιά μας τυλίχθηκαν στις φλόγες. Μια εκπυρσοκρότηση και αμέσως μετά μαύρος καπνός και φλόγες. Η όμορφη βυζαντινή μας πόλη καίγονταν… Ο ήλιος καλύφθηκε από τη μαύρη αντάρα… Για μέρες ο καπνός ανέβαινε. Τα όμορφα Σέρβια, με τα αιωνόβια πλατάνια, το σιντριβάνι, έγιναν στάχτη. Και μάτωσε η καρδιά… Στάχτη τα σπίτια με τις πλακοστρωμένες αυλές, τα γιασεμιά, τις πικροδάφνες, τα πηξάρια, τα ταφλάνια, που πάνω τους, μικρά παιδιά θαρρούσαμε πως φεύγαμε για μεγάλα ταξίδια και άλλες πολιτείες… Βουβάθηκε η πόλη… Ύστερα από μέρες κατεβήκαμε. Πού να σταθείς;  Σιδερικά παραμορφωμένα από τη θερμοκρασία της φωτιάς εδώ. Γάτες και σκυλιά έτρεχαν στους έρημους δρόμους. Κάποια αγκωνάρια στάθηκαν όρθια στο χαλασμό, τα πουλιά πέταξαν, αφού κάηκαν οι φωλιές τους. Παράθυρα ορθάνοιχτα σαν μάτια απορημένου μικρού παιδιού. «Γιατί»; Ρωτούσαν «γιατί»; Τι να πρωτοθρηνήσει κανείς; Τον ίδρωτα μιας ζωής; Τα όνειρα τα χαμένα; Το βιος που έγινε στάχτη; Τις προίκες των κοριτσιών; Τους νεκρούς, που ανήμποροι να ακολουθήσουν τους άλλους (δικούς ή γείτονες),  που τα ερείπια τα πυρακτωμένα έγιναν ο τάφος τους; Τον Παντελή νεκρό στην αυλή του σπιτιού του, μπρούμυτα  και το δεκανίκι δίπλα του; Τι;
Την άλλη μέρα, Σάββατο 6 Μαρτίου, αφηγείται η κ. Θεοδώρα Καραγιαννίδου  οι Ιταλοί μπήκαν στα Σέρβια. Έκαψαν τα πρώτα σπίτια, στου Βασιλείου το αμπέλι, στου Τσικαρδάνη, και έφυγαν για την Κοζάνη. Βρήκαν όμως τη γέφυρα καμένη και γύρισαν.
Τώρα άρχισαν να βάζουν φωτιά στα σπίτια. Μάθαμε στη Λάβα ότι καίγονται τα Σέρβια. Κάθε βράδυ βγαίναμε στο βουνό, στο Καραούλι, και βλέπαμε ποια σπίτια κάηκαν. Μια φορά μας είδαν τα αεροπλάνα και κατατρομάξαμε, δεν ξέραμε πώς να κρυφτούμε για να μη μας βάλουν. Πρώτη, δεύτερη μέρα το σπίτι μας έστεκε όρθιο. Ύστερα έβαλαν φωτιά και στο δρόμο το δικό μας. Ώσπου κάηκαν όλα τα Σέρβια. Λεηλατούσαν πρώτα, έκαναν πλιάτσικο, φόρτωναν αυτοκίνητα και μετά τα έβαζαν φωτιά. Πριν φύγουμε, κρύψαμε πράγματα, βάλαμε στους θόλους, αλλά δε σώθηκαν. Κατεβήκαμε κάποια μέρα κρυφά, γιατί μετά το κάψιμο κηρύχτηκε νεκρά ζώνη στα Σέρβια, ώσπου έφυγαν οι Γερμανοί, βρήκαμε τα πράγματα που είχαμε κρύψει και κρυφοκαίγανε. Καίγονταν σιγά-σιγά και χώνεψαν μέσα στην κρυψώνα Τα είχαμε παραχώσει στο υπόγειο σε ένα λάκκο που ανοίξαμε. Βάλαμε από πάνω ξύλα και τα σκεπάσαμε με χώμα.  Αλλά έπεσαν, φαίνεται, καμένα ξύλα από πάνω και σιγοκάηκαν τα ξύλα και έτσι χώνεψαν όλα. Καναδυό πράγματα τα είχαμε πάρει στη Λάβα και όταν φύγαμε κι από κει τα παραχώσαμε κάπου στην αυλή αλλά κι αυτά μας τα πήραν και μείναμε εντελώς γυμνοί.  Πόσα τραβήξαμε. Η γιαγιά μου… να τρέχει κι αυτή… να περπατάει, πάντα κουβαλώντας κάτι στα χέρια… Έξω κοιμόμασταν… Είχαμε κάτι κουβέρτες…
Όταν, τον Ιούνιο νομίζω, έκαψαν στο Σαραντάπορο τα γερμανικά αυτοκίνητα, φύγαμε από τη Λάβα και πήγαμε στο Ρύμνιο κι από κει στο Μοναστήρι στου Λαριού. Εκεί είπαμε θα περάσουμε όλο το χειμώνα. Όμως έρχονται μια μέρα και λεν «Νεκρά ζώνη κι εδώ. Κι όποιον βρουν θα τον σκοτώσουν.» Όλη νύχτα φεύγουμε κι από κει και ήρθαμε στα χωράφια μας, στην Παναγιωπούλα. Καθήσαμε όλο το καλοκαίρι, θερίσαμε το σιτάρι, το αλωνίσαμε και το θάψαμε σε λάκκους μέσα στη γη. Το σκεπάσαμε με άχυρα που τα είχαμε κάνει θυμωνιά για να φεύγει το νερό της βροχής και δεν έπαθε τίποτε και έτσι περάσαμε όλο το χειμώνα. Ενώ εδώ κοντά στα Σέρβια, όλα έμειναν αθέριστα. Τα θέριζαν οι Γερμανοί και τα έπαιρναν. 
Από κει πήγαμε στο Βελβεντό.
Στις 7 Μαρτίου 1943, γράφει και η Ευριδίκη Οικονομίδου κάηκαν τα Σέρβια. Το πρωί ξυπνήσαμε έντρομοι γιατί οι αντάρτες κάψανε την γέφυρα του Αλιάκμονα ποταμού. Τότε αδειάσανε τα Σέρβια. Φύγαμε όλοι οι κάτοικοι. Εμείς είχαμε ένα άλογο κόκκινο. Το φορτώσαμε με όσα μπορούσαμε, παπλώματα, φλοκάτες και άλλα. Ανεβήκαμε στο χωριό Καστανιά. Από εκεί ψηλά βλέπαμε τα Σέρβια να καίγονται, δηλαδή τα σπίτια μας, όλα. Kάψανε όλα τα σπίτια. Μόνο δύο τρία μεγάλα σπίτια δεν κάψανε, γιατί αυτά αργότερα τα είχανε οι Γερμανοί για φρουραρχείο. Σκότωσαν όλες τις γριές, όσες δεν μπορούσαν να φύγουν.
Εκεί στην Καστανιά ήταν δασκάλα η αδελφή μου και νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι του δασκάλου Φώτη Ζυγούρη. Λοιπόν, αφήσαμε τα πράγματά μας εκεί στο σπίτι, και με όλους τους δικούς μου, φοβούμενοι μήπως οι Ιταλοί φθάσουν  μέχρι εδώ, πήραμε ένα μονοπάτι και προχωρούσαμε. Στο δρόμο λίγο πιο κάτω, ήταν ένας μύλος, αλευρόμυλος. Μπήκαμε μέσα. Ήμασταν οι γονείς μου, ο αδελφός μου, εγώ και η αρραβωνιασμένη αδελφή μου με τον Νίκο Ηλιόπουλο, που ήταν υπάλληλος του ταχυδρομείου στα Σέρβια και είχε μαζί του και τους γονείς του και την μικρούλα αδελφή του. Αυτοί είχαν έρθει από την Αθήνα τον καιρό της πείνας και βρέθηκαν και αυτοί μαζί μας. Επίσης και μια άλλη οικογένεια από τα Σέρβια. Όλοι μαζί μπήκαμε στον νερόμυλο. Έξω χιόνιζε, το κρύο τσουχτερό. Κόψαμε πουρνάρια και τα ανάψαμε λίγο έξω από την πόρτα, μέσα στα χιόνια, για να ζεσταθούμε.  Εμείς όλοι μπήκαμε σε ένα δωματιάκι του μύλου, όρθιοι, γιατί δεν χωράγαμε, η άλλη οικογένεια κάθισε επάνω στην μυλόπετρα.  Έπαιρνε να βραδιάζει, πεινούσαμε γιατί ήμασταν νηστικοί από όλη την ημέρα. Εντωμεταξύ βρήκαμε αλεύρι καλαμποκίσιο.. Τότε ανάψαμε φωτιά, βάλαμε σε μια κατσαρόλα νερό για να βράσει και μέσα ρίξαμε το αλεύρι. Δεν είχαμε όμως κανένα πλάστη για να ανακατέψουμε το αλεύρι. Πήραμε το μπαστούνι που είχε ο κύριος που καθότανε στην μυλόπετρα, και κάναμε την κατσιαμάκα και φάγαμε. Σαν ξημέρωσε, γυρίσαμε πίσω στην Καστανιά, εμείς μείναμε εκεί με τους γονείς μου και τον αδελφό μου. Η αδελφή μου με τα πεθερικά της και τον αρραβωνιαστικό της φύγανε για την Αθήνα.
Σκορπίσανε όλοι οι Σερβιώτες.  Άλλοι πήγανε Κοζάνη, άλλοι Θεσσαλονίκη, άλλοι Αθήνα. Όλοι αυτοί δεν ξαναγύρισαν στα Σέρβια.
Τον Ιούνιο, περνούσε μια φάλαγγα από το Σαραντάπορο με 60 αυτοκίνητα. Εκεί πήγαν οι αντάρτες και κάψαν όλα τα αυτοκίνητα. Σε λίγες  μέρες ήρθαν οι Γερμανοί και μας κυνήγησαν. Πήγαμε σε μια τοποθεσία που την έλεγαν Κρυά. Ήταν γεμάτη πεύκα.. Φύγαμε από κει γιατί θα μας έφταναν οι Γερμανοί και κατεβήκαμε στο Βελβενδό. Μείναμε πρόχειρα σε ένα σπίτι παλιό. Από κάτω έμενε μια οικογένεια από τα Σέρβια….
Μια μέρα ήρθαν οι Γερμανοί στα σπίτια και μας μάζευαν, κομ κομ. Μας πήγαν στο σχολείο που είχε μεγάλη έκταση και γύρω- γύρω συρματόπλεγμα. Εκεί είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι του Βελβενδού. Σκότωσαν πίσω από το σχολείο τρεις Βελβενδινούς, ακούσαμε τους πυροβολισμούς, και έναν άλλον τον κρέμασαν μπροστά μας
Ένα βράδυ, συνεχίζει η Θεοδώρα  Καραγιαννίδου στο Βελβεντό οι Γερμανοί έρριξαν φωτοβολίδες για να συγκεντρωθούν. Αυτό μας ανησύχησε. Είπαμε δεν είναι καλό σημάδι. Πρωΐ-πρωΐ και πάλι φωτοβολίδες. Κοιτάμε απ’ το παράθυρο, βλέπουμε Γερμανοί. Τώρα, τι κάνουμε;… Άρχισαν ύστερα, χτυπούσαν στις πόρτες:  «Σχολείο, σχολείο…» Πώς να πάμε; Να πάμε μόνο τα γυναικόπαιδα; Αποφασίσαμε να πάμε όλοι. Κατεβαίνει ο Κώστας φορώντας μία κυλότα (ένα παντελόνι στρατιωτικό). Βγάλτο, του λέω, θα σε περάσουν για αντάρτη. Βάλε ένα παντελόνι. Σάμπως είχαμε και ρούχα. Πώς μ’ άκουσε… και κινούμε πάμε στο σχολείο. Εκεί χιλιάδες κόσμος…
Οι Γερμανοί είχαν πιάσει δυο άτομα, ύποπτα γι’ αυτούς. Αυτοί ήταν σύνδεσμοι. Όμως τους πήρε ο ύπνος και τους Γερμανούς τη νύχτα και ο ένας τους ξέφυγε. Τον άλλο, τον Κλίγγο, τον είχαν πιασμένο. Τον ρώτησαν ποιος ήταν ο σύντροφός του. Προσποιήθηκε πως δεν τον ήξερε, τυχαία συναντήθηκαν. «Αν τον δεις, θα τον αναγνωρίσεις;» «Μπορεί να τον αναγνωρίσω.» Έτσι οι Γερμανοί ξεχώρισαν όλους τους νέους άνδρες, καμιά διακοσαριά, μεταξύ αυτών και τον άνδρα μου και τους έβαλαν σε μια γραμμή. Πέρασαν τον Κλίγγο μπροστά στη γραμμή και σε όλο το πλήθος. Τον γνώρισε βέβαια τον σύντροφό του, αλλά δεν είπε τίποτε. Τον παίρνουν, βάζει ένας μια θηλιά σε ένα δένδρο, του περνάει τη θηλιά στο λαιμό, ανεβασμένο σε μια καρέκλα, τραβάει την καρέκλα, πνίγηκε ο άνθρωπος. Εκεί να είναι χιλιάδες κόσμος, παιδιά, μεγάλοι να μην ακούς τόσο, μια φωνούλα. Να είναι η μάννα του, ο πατέρας του, τ’ αδέλφια του, να μην ακούγεται κιχ.
Μετά παίρνουν αυτούς από τη γραμμή, τον καθένα ξεχωριστά: «δείξε την ταυτότητα.» Τότε είχαμε βγάλει ταυτότητα στο Πλατανόρευμα. «Από πού είσαι συ;» ρωτούν τον Κώστα «Από τα Σέρβια.» «Α, αφού είσαι από τα Σέρβια, θα ξέρεις πολλά.» «Και πώς βρέθηκες εδώ, αφού έχεις ταυτότητα Πλατανορεύματος;» «Μένω εδώ με την οικογένεια.» Τον παίρνουν από κει ως ύποπτο, τον Κώστα και έναν άλλο από τα Σέρβια, τον χτυπούν στον τοίχο και τον παίρνουν τα αίματα στο πρόσωπο. Εγώ να τα βλέπω όλα αυτά. Αρχίζω να κλαίω. Έρχεται ένας Γερμανός και μου λέει Μπαντίτο, μπαντίτο… (αντάρτης) Είχαν χαρτί με γραμμένα ονόματα. Μάρκος Σαμαράς, φωνάζουν. Παρών, παρών φωνάζει αυτός. Τον παίρνουν πίσω από το σχολείο, τον σάπισαν στο ξύλο, ώσπου στο τέλος του έδωσαν και τη χαριστική βολή. Δυο κοπέλες που είχαν τους αρραβωνιαστικούς έξω τις παίρνουν κι αυτές. Τις έβαλαν στο αυτοκίνητο και τις πήγαν στη Θεσσαλονίκη, τις έκλεισαν φυλακή. Δυο άλλους που φορούσαν κυλότες τους πήραν μαζί τους φεύγοντας και τους έβαλαν στη γέφυρα και πέρασαν τα αυτοκίνητα από πάνω τους.
«Θέλουμε, ακούγεται βροντερή η φωνή του Γερμανού, όταν έρχονται αντάρτες να μας ειδοποιείτε.» «Άκου να σε πω παιδί μ’ ξεπροβάλλει μια γυναικεία φωνή μέσα στη νεκρική σιγή του πλήθους. Όπως έχ’τι σεις όπλα, έχ’ν κι οι αντάρτες, κι όπως σκοτώντε σεις σκοτών’ κι οι αντάρτες. Δεν μπορούμε να σας πούμε». «Μπορείτε μπορείτε», λέει ο Γερμανός και φεύγουν βιαστικά, μετά από ένα σημείωμα που διάβασε, αφήνοντας όλους ελεύθερους… Όποιος πλήρωσε, πλήρωσε…
Εντωμεταξύ, συνεχίζει η Ευριδίκη Οικονομίδου, έφυγα από το σπίτι της γιαγιάς (στο Βελβεντό) και μετακόμισα σε ένα άλλο. Στον πρώτο όροφο καθόταν μια οικογένεια από τα Σέρβια. Αυτοί την πλήρωσαν για τα καλά. Οι Γερμανοί σκότωσαν τα δυο τους αγόρια και τον γαμπρό τους. Ήταν μια οικογένεια πολύ δυστυχισμένη. Πρώτα κάθονταν στο σπίτι ενός φίλου τους. Αυτός ήταν πολύ οργανωμένος. Στο σπίτι του είχε κρύψει στην αυλή ένα περίστροφο. Φαίνεται ότι κάποιος το ήξερε και τον πρόδωσε, αλλά αντί γι’ αυτόν σκότωσαν τρεις αθώους, γιατί αυτός ήταν στα βουνά, με τους αντάρτες.
Μια μέρα αποφασίσαμε μαζί με άλλους  φίλους να πάμε στο χωριό που  είχαμε τον νερόμυλο, στα Κρανίδια, για να πάρουμε αλεύρι. …Κοιμηθήκαμε το βράδυ.
Το πρωί ξεκινήσαμε για να πάμε στα Κρανίδια. Την ώρα που ξεκινήσαμε βλέπουμε κοντά σε ένα αμπέλι τους γερμανούς. …Πιο πάνω από μας ήτανε ένας βοσκός που βοσκούσε αγελάδες. Μόλις είδε τους Γερμανούς, επειδή είχε μια πίπα γερμανική, φοβήθηκε και την πέταξε σε έναν θάμνο. Οι Γερμανοί την περάσανε για χειροβομβίδα και τον σκοτώσανε.   
Το 44 φύγανε οι Γερμανοί, καταλήγει η κ. Θεοδώρα Καραγιαννίδου. Ως τότε το Ορφανοτροφείο δεν το είχαν κάψει, έμεναν οι ίδιοι. Και λέγαμε «άντε άμα φύγουν οι Γερμανοί, πόσες οικογένειες θα στεγαστούμε εκεί.» Τελευταία ώρα που έφευγαν –τους βλέπαμε από το Βελβεντό,  ακούμε ένα μπουμ… καταλάβαμε  «πάει και το Ορφανοτροφείο»…
Αυτά μας έκαναν οι Γερμανοί…
Μετά πήγαμε πάλι στη Λάβα και σε λίγο στην Ελασσόνα. Το 51 ξαναγυρίσαμε στα Σέρβια. 8 χρόνια πρόσφυγες στον τόπο μας.
Τον Σεπτέμβριον του 1945, κλείνει την αφήγησή του ο Νίκος Ηλιόπουλος με διαταγή του  ΤΤΤ (τριατατικούΥπουργείου) επανήλθαμε στα Αγαπημένα Σέρβια  και αγνώριστα από την καταστροφή που έπαθαν από το κάψιμο του 43 από τους Ιταλούς. Γκρεμισμένα σπίτια, δρόμοι λασπωμένοι, ουρανός σκυθρωπός. Υπήρχε μια υπηρεσία Στεγάσεως της Αγροτικής Τράπεζας που άρχισε να χτίζει σπίτια-κοτέτσια για τους ταλαίπωρους κατοίκους των  ηρωικών Σερβίων.
Και η Πρόεδρος κατέληξε:
.Κυρίες και Κύριοι
«Η πόλη των Σερβίων είναι μία μαρτυρική πόλη, ίσως  από τις πλέον μαρτυρικές. Λέγεται ότι καμία άλλη πόλη δεν έπαθε τις υλικές ζημιές των Σερβίων, αφού άλλωστε δεν έμεινε τίποτε στην πόλη, μόνο στάχτες και αποκαΐδια.
Όμως δεν έχασε μόνο τα κτίσματα που σιγά-σιγά ξαναέγιναν, δεν έχασαν μόνο οι άνθρωποι εν μια νυκτί όλο τους το βιος και έμειναν γυμνοί, δεν έχασε μόνο πολλούς ανθρώπους που βρήκαν φρικτό θάνατο :
Κατά τον βομβαρδισμό, σημειώνει ο Μηνάς Μαλούτας στο βιβλίο του «Υπό τα ερείπια της οικίας του θείου μας Αθανασίου Μαλούτα ετάφη ο ίδιος, η σύζυγός του Ασπασία Μαλούτα, η κόρη των Φιλομήλα και η μικρά ταύτης κόρη. Τοιαύτα δράματα εσημειώθησαν και εις άλλα σημεία της πόλεως.»
Κατά το ολοκαύτωμα, γράφει ο Κοεμτζόπουλος στο βιβλίο του «Οι Λαζαίοι» «Όσοι δεν έφυγαν, γέροι και γριές, σκοτώθηκαν από τους Ιταλούς. Η Βασιλική Βαγιώτα που πλησίαζε τα 100 της χρόνια κάηκε ζωντανή. Ο τυφλός Βασίλης Βασδιάρης σκοτώθηκε έξω από το σπίτι του. Ο γέρο-Καραβάρας 80 χρονών, σκοτώθηκε με πιστόλι στο κρεβάτι του όπου βρισκόταν άρρωστος. Την Όλγα Σταμπλιάκα την έριξαν οι…γενναίοι φασίστες από το παράθυρο στο δρόμο και έσπασε τη μέση της, καθώς και τη Βασιλική Αγγελοπούλου που σκοτώθηκε. Τον Λουκά Ζυγούρη, τον Παρασκευά Απόστολο και άλλους 40 συνολικά που δεν μπόρεσαν ή δεν πρόφθασαν να φύγουν, τους σκότωσαν την ημέρα εκείνη.
Έχασε ακόμη, και ίσως είναι η μεγαλύτερη απώλεια για την πόλη, όλον τον αστικό της πληθυσμό, που έφυγε, και στη διετία που ήταν νεκρά ζώνη, τακτοποιήθηκαν κάπου αλλού και δεν ξαναγύρισαν
Τα Σέρβια λόγω της στρατηγικότητος της θέσης των θυσιάστηκαν πολλές φορές και είχαν και άλλα ολοκαυτώματα, δύο μόνο στον εικοστόν αιώνα, αλλά (όπως σημειώνει μία Σερβιώτισσα στο Ημερολόγιό της) Οι Σερβιώτες στάθηκαν με αξιοπρέπεια στην απρόσμενη συμφορά, έσφιξαν το μαντήλι «ανασκουμπώθηκαν» και πίσω απ την αρχή. Εργατικοί, τίμιοι, περήφανοι δούλεψαν…
Όμως οι θυσίες των Σερβίων δεν αναγνωρίστηκαν όσο και όπως θα έπρεπε ούτε από την ελληνική πολιτεία, ούτε από τη διεθνή κοινότητα. Δεν έχει δοθεί κάποιο κονδύλι ως αποζημίωση για τα Σέρβια. Πέρυσι από αυτή εδώ τη θέση ο συμπατριώτης μας  Λάζαρος Κοεμτζόπουλος είχε πει: (τουλάχιστον) «Σαν επιχείρημα για τα σημερινά προβλήματα μνημονίου, δανείων και ύψους τοκοδοσίας  μπορεί να λειτουργεί το ότι μας οφείλουν και να λέμε ότι υπάρχουν αξιώσεις για συμψηφισμό.» Ως προς την ελληνική πολιτεία, όχι μόνο δεν έδειξε κάποια ευνοϊκή μεταχείριση στην πολύπαθη πόλη μας – ούτε καν ακούμε ποτέ να γίνεται λόγος για την μαρτυρικότητα της πόλης μας, όπως για τόσες άλλες-, αλλά το αντίθετο.
Ζούμε στις μέρες μας μια περίοδο συρρίκνωσης της πόλης μας και υποβιβασμού άνευ προηγουμένου. Κλείνουν η μία μετά την άλλη οι υπηρεσίες και η πόλη μας ερημώνει, ένα καινούργιο ολοκαύτωμα, διαφορετικό αυτή τη φορά, οικονομικό και απαξιωτικό. Πώς θα το αντιμετωπίσουμε οι Σερβιώτες;
Σας ευχαριστούμε.
Στη συνέχεια η Πρόεδρος διάβασε ένα μήνυμα που έστειλε η Υπουργός Παιδείας, κ. Άννα Διαμαντοπούλου:
«Αγαπητοί Συμπατριώτες και Συμπατριώτισσες,
Με ιδιαίτερη συγκίνηση χαιρετίζω τις εκδηλώσεις σας για το ολοκαύτωμα των Σερβίων, το Μορφωτικό Όμιλο Σερβίων και όλους τους κατοίκους.
Για μένα αυτή η μέρα αποκτά εκτός από ιστορική και προσωπική σημασία, καθώς  η μητέρα μου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του ολοκαυτώματος και μέσα από τις αφηγήσεις της μου μετέφερε το μέγεθος της καταστροφής και τη δύναμη του λαού των Σερβίων.
Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση, η σκέψη μου είναι κοντά σας και εύχομαι δύναμη σε όλους μας για να ξεπεράσει η χώρα μας τη δύσκολη συγκυρία»
     H Υπουργός
Άννα Διαμαντοπούλου
(φωτ.74) Παρούσα στην εκδήλωση ήταν η «μικρούλα αδελφή» (όπως την χαρακτηρίζει η Ευριδίκη Οικονομίδου) του Νίκου Ηλιόπουλου, η κυρία Αλίκη Ηλιοπούλου-Γιδοπούλου, η οποία ήρθε από τις Σπέτσες ειδικά για να παραστεί στην εκδήλωση. Της δόθηκε ο λόγος και μας καθήλωσε με την μαρτυρία της. «Είμαι, ναι, η μικρούλα  αδελφή του Νίκου Ηλιόπουλου που τότε ήταν διευθυντής του Ταχυδρομείου Σερβίων. Για μένα που ήμουν ίσως από τα μικρότερα θύματα, σε ηλικία τρυφερή, το μυαλό του ανθρώπου είναι σαν ένα άγραφο χαρτί. Αυτή η στιγμή που πήραμε το μήνυμα να αδειάσουμε την όμορφη αυτή πόλη μ’ αυτούς τους φιλόξενους και μοναδικούς ανθρώπους, τους Σερβιώτες, που πάντοτε αγαπώ, θυμάμαι και σέβομαι, έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου. Ο αδελφός μου είχε ερωτευθεί τη δασκάλα του χωριού, τη Σοφία Παπαδοπούλου, την αδελφή του Γιάννη Παπαδόπουλου και της Ευριδίκης Οικονομίδου. Εγώ ήρθα για να γνωρίσω τη νέα αδελφή μου. Μέναμε σε ένα σπίτι απέναντι από την Αγία Κυριακή. Εκεί μέναμε εκείνη τη δύσκολη μέρα όταν ο αδελφός μου έστειλε επειγόντως από το ταχυδρομείο ένα παιδάκι να μας πει Φύγετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε, μπαίνουν οι Ιταλοί. Χαλάσανε, γκρεμίσανε –δεν μπορώ να θυμηθώ-  τη γέφυρα στη Νεράιδα, μπαίνουν και καίνε τα Σέρβια. Ειδοποιείστε όσους μπορείτε και φύγετε όσο νωρίτερα μπορείτε. Έτσι λοιπόν η οικογένειά μου και γω βρεθήκαμε πυροπαθείς πρόσφυγες.
Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας τότε ήταν ο τηλέγραφος με τα Μορς. Ο αδελφός μου έμεινε ο τελευταίος «έχω υποχρέωση να ειδοποιήσω και το τελευταίο χωριό.» Εμείς πήραμε τα βουνά. Τα θυμάμαι γιατί ένα μικρό παιδί καταγράφει στο μυαλό του. Βρεθήκαμε ν’ ανεβαίνουμε το βουνό. Ο πατέρας μου είχε πάρει και είχε κάνει ρολό μία βελεντζούλα κόκκινη. Και την είχε βάλει στην πλάτη του, μήπως κάπου σκεπάσουν το παιδί. Θυμάμαι ένα κύμα ανθρώπων άτακτα να φεύγει στο βουνό για να φτάσουμε στο Μοσχοχώρι. Πάνω στο βουνό όμως η κόκκινη βελέντζα έγινε στόχος των Γερμανών και βλέπω μια ομάδα ανδρών να παίρνει τον πατέρα μου βίαια και να τον ξαπλώνει με την πλάτη σε κάποιο φυτό. «Κόκκινο βρήκες να πάρεις, να γίνεις στόχος…» Συνεχίσαμε. Φτάσαμε στη ρεματιά και οι δυο πλαγιές καταχιονισμένες και το κρύο δόξα τω Θεώ. Μας βάλανε γυναικόπαιδα μέσα στο μύλο Όχι μόνο τους Σερβιώτες, ήταν θυμάμαι και μια οικογένεια με πολλά γυφτόπουλα, όλα παγωμένα. Μας ταΐσαν εκείνο το μοναδικό κατσιαμάκι που μέχρι σήμερα αισθάνομαι τη μοναδική του γεύση. Ήταν για μας το μάννα. Απέξω στη ρεματιά ήταν άνδρες με καραμπίνες και άναψαν φωτιά. Αυτοί οι άνδρες προστάτευαν όλους εμάς που ήμασταν μέσα στο μύλο. Την άλλη μέρα πλυθήκαμε με χιονάκι, ήπιαμε νερό από το χιονάκι και πήραμε τον ανήφορο Βρεθήκαμε σ’ ένα χωριό, ένα λασποχώρι. Δεν θυμάμαι πώς βρεθήκαμε πυροπαθείς πρόσφυγες στο Βαρδάρη, πήγαμε και μείναμε στο Βαρδάρη σ’ ένα σπίτι… Μετά έπρεπε να βγάλουμε διαβατήριο και τελικά φθάσαμε στην Αθήνα.
Χθες το βράδυ έκανα μία βόλτα στα Σέρβια. Δυστυχώς δεν είδα τίποτε που να μου θυμίζει ούτε τη γειτονιά ούτε εκείνους τους υπέροχους Σερβιώτες. Ξαναβρήκα όμως τους Σερβιώτες και διαπίστωσα ότι είστε υπέροχοι, φιλόξενοι, ευγενείς, κύριοι να μείνετε έτσι, νά ΄σαστε όλοι γεροί και αν θέλει ο Θεός να σας ξαναδώ
(φωτ. 76)Επίσης παρών ήταν και ο Πρόεδρος των Σερβιωτών της Θεσσαλονίκης, ο κ. Ηλίας Ράπτης, ο οποίος στον χαιρετισμό του μετέφερε τους χαιρετισμούς και την αγάπη των Σερβιωτών της Θεσσαλονίκης. Η σημερινή εκδήλωση, είπε, αποτελεί για όλους μας θεία μετάληψη και παρουσίασε μνήμες και προσωπικά βιώματα του γιατρού Νίκου Παπαδάδη: Παλικαράκι τότε ο Νίκος, δεκαπέντε ετών, ακολούθησε την οικογένειά του που κατευθύνθηκε για το Παλαιογράτσανο. Και φιλοξενήθηκε σε σπίτια εκεί. Ενώ ανηφόριζαν στις πλαγιές γύριζαν πίσω και κοίταζαν τα Σέρβια να τυλίγονται στις φλόγες και να καίγονται. Σαν προχώρησαν πιο πάνω η μάννα του εντόπισε ότι οι φλόγες κατέτρωγαν και το δικό του σπίτι και τότε έβγαλε έναν μεγάλο σπαραγμό και σωριάστηκε κάτω λιπόθυμη. Τη στιγμή αυτή ο Παπαδάδης την αποδίδει με τους ακόλουθους στίχους.
 Φωτιές και φλόγες στο μυαλό μου έρχονται
Σαν θυμηθώ την 6η Μάρτη του 43.
Οι φλόγες έσβησαν, τα σπίτια χτίστηκαν ξανά,
Οι μνήμες όμως της φωτιάς
Κι ο σπαραγμός της μάνας
Παρέμειναν και μ’ ακολουθούν για πάντα.
(φωτ. 77)Τέλος απηύθυνε χαιρετισμό εκ μέρους του Δήμου Σερβίων ο Αντιδήμαρχος, κ. Λαζαριώτης Νίκος ο οποίος αφού  μετέφερε τον χαιρετισμό του Δημάρχου που είναι εκτός Ελλάδος, είπε:  «Μετά τις συγκλονιστικές και αυθεντικές μαρτυρίες που ακούσαμε, νομίζω ότι είναι περιττό να κάνω οποιαδήποτε αναφορά σε κείνα τα γεγονότα. Πρώτα να ευχαριστήσω την Πρόεδρο και όλο το Δ.Σ του Μορφωτικού Ομίλου Σερβίων γι’ αυτή την πρωτοβουλία που συνεχίζεται για τρίτη χρονιά και να συμφωνήσω μαζί της ότι τέτοιες εκδηλώσεις δε γίνονται ούτε για να εκδικηθούμε ούτε για να μισήσουμε, γίνονται για να μην ξεχνούμε. Και ο πόλεμος είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου. Και τη μείωση των μισθών μπορούμε να την αντέξουμε και την οικονομική κρίση, αλλά είμαστε τυχεροί εμείς, η γενιά μετά το 50 που δεν είχαμε τέτοιες εμπειρίες, όπως ακούσαμε .. Στον πόλεμο κυριαρχούν τα ζωώδη ένστικτα και δε σέβεται ούτε αρρώστους ούτε ανήμπορούς ούτε ιερά μνημεία. Θέλω να κλείσω με την ευχή να μη ζήσει καμία από τις επόμενες γενιές τέτοιες μέρες. Να θυμίσω ότι ακόμη τα Σέρβια δεν μπόρεσαν να κλείσουν τις πληγές από κείνη την καταστροφή, γιατί η πολιτεία για πολλά χρόνια συνεχόμενα δεν έδειξε κάποια ιδιαίτερη φροντίδα γ’ αυτόν τον τόπο. Και ακούμε όλοι κάποιους να αναγνωρίζουν κάποιες αδυναμίες… Όμως και το ότι έγινε η πόλη όπως έγινε είναι ένα μικρό θαύμα. Εμείς έχουμε υποχρέωση να διεκδικήσουμε αυτά που μας ανήκουν και ανεξάρτητα τι θα κάνει η Πολιτεία είναι καιρός να κάνουμε μαζί οργανωμένα μία κίνηση αν μπορέσουμε ένα μέρος από τα χαμένα Σέρβια να τα ξαναχτίσουμε. Έχουμε δικαίωμα να διεκδικήσουμε ό,τι μας στερήθηκε εδώ και τόσα χρόνια.

ΘΥΜΑΤΑ ΑΜΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
1
Αθανασιάδης Μιχαήλ
31
Μακαρώνας Χρήστος
2
Αθανασιάδης Στάθης
32
Παγγίδης Νικόλαος
3
Βασδιάρης Βασίλειος
33
Παρασκευάς Κωνσταντίνος
4
Αγγελοπούλου Βασιλική
34
Παπανίκου Βασιλική
5
Γρηγορόπουλος Χαρίσιος
35
Προκόβα Αγλαία
6
Γκρίζος Γεώργιος
36
Σπανός Δημήτριος
7
Δραμόπουλος Παντελής
37
Παντούλης Ιωάννης
8
Ζυγούρης Λουκάς
38
Σαββίδης Κοσμάς
9
Ζαραμπάρας Δημήτριος
39
Σπανός Κωνσταντίνος
10
Ζαλούμης Φώτιος
40
Σιαμαλέκης Ευάγγελος
11
Θεοφάνου Γεώργιος
41
Σιαμαλέκης Αθανάσιος
12
Δράγοβιτς Αθανάσιος
42
Σιαμαλέκης Αστέριος
13
Ιακωβίδου Ολυμπία
43
Σιαμαλέκης Ιωάννης (Στέργιου)
14
Κεσίδης Δημήτριος
44
Χατζηγεωργίου Νικόλαος
15
Καραβάρας Ιωάννης
45
Φιλιποπουλίτης Κώστας
16
Λαζαρίδης Γεώργιος
46
Ψαρράς Ιωάννης
17
Λαϊοπούλου Αθανασία
47
Θεοδωρίδου Σοφία
18
Μέλλιος Θεόδωρος
48
Φακίρη Φιλομένη
19
Μάγγος Βασίλειος
49
Σουμελίδης Ευάγγελος
20
Μπουκουβάλας Γεώργιος
50
Ντέμος Βασίλειος
21
Μπιλιάτης Απόστολος
51
Μαλούτας Βασίλειος
22
Μπιστενάκης Κώστας
52
Παπαναστασίου Αντώνιος
23
Μπουκουβάλα Χρυσάνθη
53
Μητράκας Κωνσταντίνος
24
Μακρίδης Παντελής
54
Φιρφίρης Νικόλαος
25
Μαλούτα Ασπασία
55
Ζαρογιάννης Κωνσταντίνος
26
Μαλούτας Αθανάσιος
56
Τσιγκόιδας Γεώργιος
27
Μαντζιάρης Γεώργιος
57
Λεπίδας Αστέριος
28
Μαντζιάρης Πολυνίκης


29
Κατσάκης Χρήστος


30
Νικολαίδης ή Μπαχαντούρης Ανδρέας


 


ΣΕΡΒΙΩΤΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΝΤΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ
Πρωτομαγιά 1944
Αϊβατζίδης Γεώργιος
Στάθης Ιωάννης
Χαραλαμπίδης Θεόφιλος
 
ΣΕΡΒΙΩΤΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ
26η Ιανουαρίου 1944
Αγγελόπουλος Αστέριος
Γκουλιώνης Δημήτριος
Μέλιος Κωνσταντίνος
Μπιλιάτης Κίμων
Παυλίδης Κωνσταντίνος
Στεφάνου Δημήτριος
Μαλούτας Ευάγγελος
Παυλός Δημήτριος
Τζιφόπουλος Πολυνίκης
Φαραγγιώτης Ιωάννης
Φάκας (Ζαμάνης) Κωνσταντίνος
 
ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΣΕΡΒΙΩΝ
Από τη Λάβα: 24
Από την Καστανιά: 48
Από το Πλατανόρρευμα: 25
Από τα Κρανίδια: 5
Από τις Αυλές: 12
Από τις Γούλες: 9
Από τα Μεταξά: 11
Από το Βελβεντό: 21
Από το Τρανόβαλτο: 16
Από το Μικρόβαλτο: 13
Από τους Λαζαράδες: 13
Από το Λιβαδερό: 2
Από το Ρύμνιο: 14