Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

«Η αρχαιολογική έρευνα στη Λάβα και στην ευρύτερη περιοχή Σερβίων.»


Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

Ο Μορφωτικός Όμιλος Σερβίων «Τα Κάστρα» σας προσκαλεί στην εκδήλωση που διοργανώνει την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012 και ώρα 11.30΄ π.μ. στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου Σερβίων. Θα ομιλήσει η Αρχαιολόγος κ. Αρετή Χονδρογιάννη με θέμα:
«Η αρχαιολογική έρευνα στη Λάβα και στην ευρύτερη περιοχή Σερβίων.»

Με τιμή
Η Πρόεδρος του Μ.Ο.Σ.
Χρυσάνθη Καραγιαννίδου

Εκδήλωση για την εορτή των Τριών Ιεραρχών και την ημέρα των Γραμμάτων και της Παιδείας από τον Μ.Ο.Σερβίων «Τα Κάστρα»


  
Την Κυριακή, 29 Ιανουαρίου ο Μ.Ο.Σ. διοργάνωσε εκδήλωση τιμώντας την εορτή των Τριών Ιεραρχών και την Ημέρα των Γραμμάτων και της Παιδείας.
Όπως είναι ήδη γνωστό, η Ελληνική Πολιτεία από τη συγκρότηση του Νέου Ελληνικού Κράτους όρισε η εορτή των τριών αυτών Οικουμενικών Διδασκάλων να είναι η κατ’ εξοχήν εορτή των Πνευματικών Ιδρυμάτων του Έθνους. Στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών οι εορταστικές συνάξεις και οι πανηγυρικοί λόγοι γι’ αυτή την εορτή είχαν αρχίσει από του 1842 (πέντε χρόνια αφότου ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο.)
Προλογίζοντας την εκδήλωση η Πρόεδρος του Μ.Ο.Σ. Χρυσάνθη Καραγιαννίδου είπε:
«30 Ιανουαρίου, όπως είναι γνωστό, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Τριών μεγάλων Πατέρων της, των Τριών Ιεραρχών, o συνεορτασμός των οποίων καθιερώθηκε από τα μέσα του ΙΑ΄ αιώνα. Συγχρόνως και η Ελληνική Παιδεία τιμά τους προστάτες των Ελληνικών Γραμμάτων. Η εορτή των Τριών Ιεραρχών είναι  καθιερωμένη στην ελληνορθόδοξη συνείδηση ως η εορτή των Γραμμάτων και της Παιδείας.
Οι τρεις  Ιεράρχες με τη βαθιά τους σοφία, την εξαίρετη σύνεση, την ευθυκρισία, την αίσθηση του μέτρου, την ευρύτητα των οριζόντων αλλά και με την αξιοθαύμαστη μεγάλη διορατικότητα, την τόλμη και την ανυποχώρητη αποφασιστικότητα, ζώντας τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα, ήσαν οι θεμελιωτές της συνθέσεως της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Διέσωσαν έτσι τον Ελληνισμό και την κλασική του Γραμματεία και Παιδεία από τον αφανισμό. Διότι ιδιαίτερα στην εποχή τους οι αξίες του Ελληνισμού ταυτίζονταν με την εθνική θρησκεία και κινδύνευαν να συμπαρασυρθούν με αυτήν.
Ήταν, λοιπόν, τότε η κρισιμότερη στιγμή της Ιστορίας για την επιβίωση του Ελληνισμού αλλά και για την πορεία του Χριστιανισμού και ασφαλώς για την τύχη του Πολιτισμού. Με τη διδασκαλία και τη ζωή τους απέδειξαν ότι ο ελληνικός Λόγος δεν αντιτίθεται προς το Χριστιανισμό, αλλά αντίθετα υπηρετεί τη Χριστιανική Ηθική και αναδείχθηκαν έτσι οι θεμελιωτές του Ελληνοχριστιανικού τρόπου ζωής και σκέψης.      
Και οι τρεις ήταν σοφοί και άγιοι και θα παραμένουν πάντα φωτεινά πρότυπα και πολύτιμοι οδηγοί για την Εκπαιδευτική Κοινότητα.
Μελετώντας τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών για θέματα αγωγής των νέων, συναντούμε στα κείμενά τους προβληματισμούς και προτάσεις, όμοιες με τις πλέον προωθημένες της εποχής μας στις επιστήμες της Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας. Δυστυχώς όμως, ακόμα παραμένουν άγνωστες όχι απλά στο ευρύ κοινό αλλά και στον εκπαιδευτικό κόσμο.
Για να τιμήσουμε, λοιπόν, κι εμείς σήμερα τους τρεις αυτούς μεγάλους Πατέρες και προστάτες των Γραμμάτων μας και να αντλήσουμε μηνύματα από τη σοφία τους, διοργανώσαμε τη σημερινή εκδήλωση.» Ομιλήτρια η Λέκτωρ της Καινής Διαθήκης στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., η κυρία Κατερίνα Τσαλαμπούνη. Το θέμα: «Το παιδί και η εκπαίδευση στη διδασκαλία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Η Ομιλήτρια τόνισε ότι οι Τρεις Ιεράρχες «βαθείς γνώστες της ελληνικής παιδείας και υψιπέτες αετοί της χριστιανικής θεολογίας, επέτυχαν μια γόνιμη συμφιλίωση της αρχαίας σοφίας με τη νέα πίστη του Χριστιανισμού. Απαντώντας στην άρνηση του ειδωλολατρικού κόσμου να μοιραστεί με τους χριστιανούς τα επιτεύγματα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, διεκδίκησαν με παρρησία το δικαίωμα συμμετοχής σε αυτά, παρουσιάζοντας τον χριστιανισμό συνεχιστή όλων εκείνων των υψηλών ιδεωδών που προέβαλε και καλλιέργησε ο αρχαίος ελληνικός ανθρωπισμός. Μελετητές οι ίδιοι της ελληνικής φιλοσοφίας χρησιμοποίησαν την γλώσσα της για να διατυπώσουν με ακρίβεια υψηλές θεολογικές αλήθειες και ως μέλισσες ετρύγησαν από τον πλούτο της ό,τι έκριναν ωφέλιμο για την ηθική διάπλαση του ανθρώπου και σύμφωνο με την αλήθεια της πίστης.»
Για λόγους οικονομίας χρόνου περιορίστηκε στην παρουσίαση μίας πτυχής της διδασκαλίας ενός εκ των τριών αυτών μεγάλων εκκλησιαστικών ανδρών, του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στη θέση που κατέχει μέσα στη διδασκαλία του το παιδί και γενικότερα ο νέος και η εκπαίδευσή του.
«Πρόκειται, τόνισε,  για ένα θέμα πάντα επίκαιρο, αν κρίνουμε από την ογκώδη βιβλιογραφία που το πραγματεύεται, και ιδιαίτερα καυτό στις μέρες μας, αν λάβουμε υπόψη τις έντονες συζητήσεις που προκαλούν τα τελευταία χρόνια τα ζητήματα της παιδείας στην πατρίδα μας. Σε ένα αξιόλογο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα η Γαλλίδα εκπαιδευτικός Νατάσα Πολόνυ αποτιμώντας το γαλλικό εκπαιδευτικό μοντέλο και γενικότερα εκείνο των δυτικών κοινωνιών μιλά για κοινωνίες που θυσιάζουν τις νέες γενιές, αφού έχουν πάψει πια να μεταδίδονται οι μεγάλες αξίες. Σήμερα, παρατηρεί, ακολουθείται μια στεγνή τεχνολογική και οικονομιστική λογική, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική καταξίωση και οι ανέσεις θα φέρουν την ευτυχία. Το αποτέλεσμα όμως είναι ακριβώς το αντίθετο, οι νεότερες γενιές βιώνουν μια τρομακτική πνευματική σκλαβιά που οφείλεται στην παντελή έλλειψη παιδείας. Ως λύση στο εκπαιδευτικό αδιέξοδο προτείνει την επιστροφή στις ρίζες του πολιτισμού μας που δεν είναι άλλες από τη φιλοσοφία και την ιστορία. Αφήνοντας λοιπόν για λίγο στην άκρη τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις γύρω από το εκπαιδευτικό ζήτημα, θα ακολουθήσουμε τη συμβουλή της μάχιμης Γαλλίδας εκπαιδευτικού και θα ανατρέξουμε στο χριστιανικό μας παρελθόν, στα έργα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου αναζητώντας τη δική του στάση στο θέμα της παιδείας.»
Η Ομιλήτρια τόνισε ότι προκαλεί εντύπωση, ακόμη και με μία απλή ανάγνωση των έργων του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η εκτενής αναφορά του σε θέματα παιδείας των νέων ανθρώπων. «Θα τολμούσαμε να πούμε, είπε, πως δεν υπάρχει παιδαγωγικό θέμα που να μην το αγγίζει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τόσο που σήμερα οι σύγχρονοι μελετητές του να υποστηρίζουν πως «ως συγγραφέας σε παιδαγωγικά θέματα ο Χρυσόστομος ξεπερνά όλους τους άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς». Θα πρέπει βέβαια εκ των προτέρων να σημειώσουμε ότι μέσα στα έργα του δεν υπάρχει μια διεξοδική ανάπτυξη των διαφόρων παιδαγωγικών θεμάτων, αφού η μέριμνά του δεν είναι να συντάξει μια παιδαγωγική πραγματεία, αλλά να προσφέρει πρακτική στήριξη σε επίκαιρα για την εποχή του ζητήματα παιδείας. Aυτός όμως ο  πρακτικός χαρακτήρας των θέσεών του είναι που τους προσδίδει μια διαχρονική αξία.»
 Ο Χρυσόστομος προσεγγίζει την παιδική ηλικία με σεβασμό και διάκριση, διότι, όπως λέει, γνωρίζει καλά την ανθρώπινη φύση και την παιδική ηλικία, που είναι «το πρώτο πέλαγος που συναντούμε στη ζωή μας». Το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτής της φάσης της ανθρώπινης ζωής είναι η ανωριμότητα, η έλλειψη κρίσεως και η επιπολαιότητα. Ταυτόχρονα όμως το παιδί είναι απαλλαγμένο από την υπερηφάνεια και τη μνησικακία, διακρίνεται για το απροσποίητο και την αφέλεια. Έχει λοιπόν ανάγκη από «παιδαγωγούς και δασκάλους, ώστε με την επιμέλειά τους να συμπληρώσουν αυτό που λείπει από τη φύση του».
            Με την ίδια ευαισθησία ο άγιος Ιωάννης προσεγγίζει και την εφηβική ηλικία. Αν η παιδική ηλικία είναι το πρώτο πέλαγος της ζωής, η εφηβεία είναι μεγάλη βαρυχειμωνιά. Επανειλημμένα τονίζει ότι πρόκειται για μια ηλικία δύσκολη, «φοβερή» και πολλές φορές ακατανόητη. Ο έφηβος σύμφωνα με τον Χρυσόστομο είναι ατίθασος και δυσκολοκυβέρνητος, ευέξαπτος και άστατος, επιρρεπής στο θυμό και στις σαρκικές επιθυμίες, φιλάρεσκος και ανυπόμονος. Θεωρεί επομένως πρωταρχική την ανάγκη κατανόησης της φύσης των εφήβων, έτσι ώστε ο τρόπος προσέγγισής τους να είναι κάθε φορά αυτός που αρμόζει στην ψυχική τους κατάσταση. Η παιδεία των νέων θα πρέπει να γίνεται από νωρίς, «από εκείνα που θεωρούνται μικρά», έτσι ώστε οι νέοι μέσα από την «συνήθεια που θα γίνει σε αυτούς νόμος» θα καταστούν «δόκιμοι και σπουδαίοι και στα μεγάλα πράγματα».
Από το πλήθος των αναφορών του Χρυσοστόμου, συνέχισε η Ομιλήτρια,  σε θέματα αγωγής των παιδιών και των εφήβων καθίσταται σαφές ότι ο πατέρας της Εκκλησίας έδινε μεγάλη βαρύτητα στην εκπαίδευση και εναπόθετε σε αυτήν μεγάλες ελπίδες. «Δεν υπάρχει καμιά τέχνη ανώτερη από αυτήν», γράφει, «Γιατί τι μπορεί να έχει ίση αξία με τη ρύθμιση της ψυχής και τη διάπλαση του πνεύματος ενός νέου;»  Το χρέος των παιδαγωγών, λέει, είναι να ανυψώσει τον νέο και πάλι στο «αρχαίο κάλλος». Δεν θεωρεί βέβαια το έργο της εκπαίδευσης εύκολο και συχνά περιγράφει τις δυσκολίες και ιδιαιτερότητες αυτών των δύο φάσεων της ανθρώπινης ζωής.
Συνεχίζοντας τόνισε ότι ο Χρυσόστομος συνδέει καταρχήν την εκπαίδευση με τους γονείς. Είναι μάλιστα σημαντικό ότι  συχνά τονίζει το ρόλο της μητέρας στην αγωγή των παιδιών, όταν μάλιστα αυτά βρίσκονται σε μια ιδιαίτερα νεαρή ηλικία.
Με αυστηρό τρόπο ελέγχει τους γονείς εκείνους που δεν φροντίζουν για την αγωγή των παιδιών τους, ενώ αντίθετα δίνουν όλο το βάρος στην εξασφάλιση υλικών αγαθών για αυτά. Η σωστή παιδεία είναι αυτή που θα εξασφαλίσει τους όρους για μια καλύτερη κοινωνία, αφού «αν οι πατέρες ανέθρεφαν τα παιδιά τους σωστά, δεν θα ήταν αναγκαίοι οι νόμοι, τα δικαστήρια, οι τιμωρίες, οι δημόσιες εκτελέσεις …». Από την άλλη οι γονείς που αμελούν να δώσουν στα παιδιά τους τη σωστή εκπαίδευση, πρώτοι υφίστανται τις συνέπειες.
            Αυτός όμως ο ιδιαίτερος τονισμός της συμμετοχής των γονέων στην εκπαίδευση των παιδιών σε καμιά περίπτωση δεν υποβιβάζει το ρόλο που διαδραματίζει στην εκπαίδευση ο παιδαγωγός/δάσκαλος. Ο δάσκαλος, είπε,  είναι άρχοντας, «φωτεινός όπως το φως στον κόσμο», είναι σαν τη μαγιά και σαν το σπόρο που θα φέρει πολύ καρπό, διδάσκει όχι τόσο με το λόγο του όσο με το ίδιο το παράδειγμά του. Στις ομιλίες του συχνά ο άγιος Ιωάννης συγκρίνει τους παιδαγωγούς με τους καλλιτέχνες, το έργο τους όμως είναι ανώτερο από εκείνο του ζωγράφου και του γλύπτη, γιατί δεν αφορά στη διαμόρφωση ενός χρυσού σκεύους, αλλά της ψυχής που είναι μεγαλύτερης αξίας από όλον τον χρυσό του κόσμου». …Και ως διδασκαλία δεν εννοεί μόνο τη μετάδοση γνώσεων, αλλά προσδίδει σε αυτήν θεραπευτικά και ποιμαντικά χαρακτηριστικά: η καλή διδασκαλία «τρέφει καλύτερα από το ψωμί, θεραπεύει περισσότερο από το φάρμακο, καίει πιο δυνατά και από τη φωτιά ... κόβει πιο εύκολα από το νυστέρι...». Η παιδαγωγική παρέμβαση όμως θα πρέπει να γίνεται με σεβασμό και με πνεύμα ελευθερίας. Ο δάσκαλος, τονίζει ο ιερός πατέρας, δεν είναι δημαγωγός αλλά παιδαγωγός. Σκοπός του δεν είναι να χειραγωγεί ούτε να προκαλέσει φόβο, καταδυναστεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ελεύθερη βούληση των μαθητών του. Συμβουλεύει μάλιστα χαρακτηριστικά τον κάθε παιδαγωγό: «Να καταφεύγεις συνεχώς στην αγάπη, μετριάζοντας έτσι τη φορτικότητα των λόγων και δίνοντας σε αυτόν (το μαθητή) την εξουσία.
Ιδιαίτερη έμφαση, τόνισε η Ομιλήτρια, δίνει ο Χρυσόστομος στην πνευματική εκπαίδευση. Αυτή η πρόταξη της πνευματικής/ηθικής παιδείας έναντι της καθαρά γνωσιολογικής δεν οφείλεται σε περιφρόνηση της γνώσης. Ο ίδιος άλλωστε υπήρξε μαθητής μεγάλων διδασκάλων της εποχής του (όπως για παράδειγμα του Λιβάνιου) και τα γραπτά του προδίδουν μια ευρεία αλλά και βαθιά γνώση της θύραθεν φιλοσοφίας. Αυτό στο οποίο αποσκοπεί είναι να αποτρέψει το να μεταφερθεί όλο το βάρος σε μια καθαρά εγκόσμια προσανατολισμένη παιδεία. Μιλώντας τόσο στους γονείς όσο και στους παιδαγωγούς συχνά τονίζει την ανάγκη να δώσουν στο νέο άνθρωπο τα απαραίτητα εφόδια για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής και να του μάθουν μια τέχνη για να μπορεί να ζήσει με τις δικές του δυνάμεις. Όμως αυτό που κυρίως θεωρεί αναγκαίο είναι τα νέα παιδιά να γίνουν φιλόσοφοι, εραστές της αληθινής σοφίας. Έτσι δίπλα στους αρχαίους συγγραφείς και φιλοσόφους εισάγει την Αγία Γραφή, τονίζοντας την ανάγκη η παιδεία να είναι περισσότερο προσανατολισμένη σε αυτήν.
            Ο ιερός πατέρας, συνέχισε η Ομιλήτρια, τονίζει ότι όσα προτείνει είναι ιδιαίτερα βοηθητικά για τους νέους ανθρώπους που θα ζήσουν όχι έξω από τον κόσμο αλλά μέσα σε αυτόν. «Αυτή η πρακτική και εγκόσμια διάσταση της πνευματικής εκπαίδευσης που προτείνει ο άγιος Ιωάννης καθίσταται σαφής και από τα όσα λέει για τον σκοπό της εκπαίδευσης. Στόχος της είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στο καθ’ ομοίωσιν. «Η εκπαίδευση, λέει, είναι μετάληψις αγιότητος». Αντικείμενό της είναι η προαίρεση του ανθρώπου, η οποία μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στη φαυλότητα ή στη σωφροσύνη. Συνεπής με την πατερική παράδοση ο Χρυσόστομος δίνει συγκεκριμένες διαστάσεις σε αυτήν την εκπαιδευτική πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν και την αναλύει σε επιμέρους πρακτικούς εκπαιδευτικούς στόχους: ο νέος πρέπει να διδαχθεί την ευσέβεια απέναντι στο Θεό, τη δικαιοσύνη απέναντι στους συνανθρώπους του και την αυτοκυριαρχία. Έχουμε επιτύχει στο έργο της εκπαίδευσης, όταν διδάξουμε τους νέους να μη θυμώνουν, να συγχωρούν, να είναι ευεργετικοί και φιλάνθρωποι. Στον ωφελιμιστικό και εγωκεντρικό τρόπο ζωής των συγχρόνων του ο Χρυσόστομος αντιτείνει την αγάπη για τον συνάνθρωπο και την αυτοκυριαρχία, που συμβάλλουν στο κοινό καλό και παρέχουν την πραγματική ελευθερία. Το κέντρο βάρους της εκπαίδευσης δεν τίθεται στην απόκτηση χρημάτων ή στην εξασφάλιση απλά μιας λαμπρής σταδιοδρομίας.  «Ωφελεί λιγότερο αν διδάξεις στο παιδί σου μια τέχνη ή μιαν επιστήμη, με την οποία θα κερδίζει χρήματα, από ό,τι αν θα του μάθεις την τέχνη, να μη δίνει βαρύτητα στα χρήματα. Γιατί πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά, αλλά εκείνος που μαθαίνει να μην έχει ανάγκη από τίποτε. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος πλούτος». Η προτροπή αυτή του άγιου Πατέρα ηχεί επίκαιρη στην εποχή μας, κατά την οποία δυστυχώς, για να θυμηθούμε τα λόγια της Γαλλίδας εκπαιδευτικού με την οποία αρχίσαμε τη σημερινή ομιλία, προβάλλεται ως στόχος και ιδεώδες η εξασφάλιση των υλικών αγαθών, ενώ οι ηθικές αξίες περνούν σε δεύτερη μοίρα.»
«Μολονότι, κατέληξε η Ομιλήτρια, κάποιες επιμέρους παιδαγωγικές προτροπές του Ιωάννου του Χρυσοστόμου δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στην εποχή μας και αντικατοπτρίζουν την κοινωνική κατάσταση της δικής του εποχής, είναι γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές παραμένουν επίκαιρες ακόμη και σήμερα, μπορούν να συμβάλλουν στον καλύτερο καθορισμό των εκπαιδευτικών μας στόχων και να προτείνουν λύσεις σε καίρια εκπαιδευτικά προβλήματα. Σήμερα που η ευτυχία αποτελεί γνωστικό αντικείμενο σε αμερικανικά και βρετανικά πανεπιστήμια, που οι νέοι μας εγκλωβισμένοι στο μαγκανοπήγαδο της συσσώρευσης ανέσεων βιώνουν υπαρξιακά κενά, που η χαρά, την οποία μας υποσχέθηκε η κατανάλωση δεν ήρθε, αλλά αντίθετα γευόμαστε τους πικρούς καρπούς μίας κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά πρώτιστα κρίση αξιών, πληθαίνουν οι φωνές των σκεπτόμενων ανθρώπων που καλούν σε εγρήγορση γονείς και δασκάλους. Σε αυτήν την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου οι φωτισμένοι λόγοι του Ιερού Χρυσοστόμου ότι η εκπαίδευση είναι συνάντηση δύο ψυχών, μετάληψη αγιότητας, λόγος ελευθερίας εν αγάπη, φάρμακο και στηριγμός, ηχούν παρηγορητικοί και αισιόδοξοι, ανοίγουν προοπτικές για επαναπροσδιορισμό του εκπαιδευτικού μας ρόλου, θέτουν σε νέες βάσεις τις ανθρώπινές μας σχέσεις. Μπορούμε λοιπόν κλείνοντας να συμφωνήσουμε με τον καθηγητή Ι. Marrou, ο οποίος αναφερόμενος στην παιδαγωγική των πατέρων σημειώνει: «Οι Πατέρες της Εκκλησίας έλαβαν τον άνθρωπο από εκεί που τον άφησαν οι άλλοι, οι σοφοί του κόσμου, για να τον οδηγήσουν εκεί που δεν φαντάζονταν καν οι άλλοι», στη θέωση.»