Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Πανηγυρική Εκδήλωση του Μ.Ο.Σ. επί τη Εθνική Παλιγγενεσία




Ο Μ.Ο. Σερβίων πραγματοποίησε πανηγυρική εκδήλωση τιμώντας την επέτειο του 1821, την Κυριακή 24 Μαρτίου στις 11 το πρωΐ. Η εκδήλωση περιελάμβανε ομιλία από τον πρ. Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου Καθηγητή κ. Βασίλη Φίλια με θέμα  «Ο χαρακτήρας και η σημασία της Επανάστασης του 1821», και επετειακά τραγούδια από τη Χορωδία του Γυμνασίου Σερβίων με τη διεύθυνση του Μανώλη Χατζημανώλη.
Την εκδήλωση τίμησαν πολλοί θεσμικοί παράγοντες και πολλοί πολίτες.
Όπως τόνισε η Πρόεδρος στον Πρόλογό της «Eίναι μεγάλη η σημασία του εορτασμού των Εθνικών επετείων, για να αποδίδουμε την οφειλόμενη τιμή σ’ όσους θυσιάστηκαν για να ζούμε εμείς με τον τρόπο που επιλέγει ο καθένας. Είναι μεγάλη η σημασία για να διατηρούμε και να προβάλλουμε  τη Μνήμη και τις παραδόσεις μας. Είναι μεγάλη η σημασία για τη χάραξη και της δικής μας πορείας
«Είναι θλιβερό ν’ αναλογίζεται κανείς πόσο μας στοίχισε κατά τη ροή των αιώνων η ένδεια των ιστορικών γνώσεων», λέει ο μεγάλος ιστορικός μας, αείμνηστος Απόστολος Βακαλόπουλος.»
«Η επανάσταση του 1821, είπε, απέδειξε ότι η αγωνιστικότητα, και η ισχυρή θέληση ενός λαού μπορούν ν’ αλλάξουν την ιστορική του μοίρα.
Το εκπληκτικό που άφησε άφωνους τους ξένους παρατηρητές, ήταν πώς κατόρθωσε η ελληνική ψυχή να παραμείνει αδούλωτη για τετρακόσια χρόνια και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, να ξεσηκωθεί και να διεκδικήσει τα δίκαιά της, χωρίς καμία βοήθεια, χωρίς καμία άλλη δύναμη.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, γράφει ο Μακρυγιάννης, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση… Κι’ αυτείνη η πατρίδα δεν λευτερώθη με παραμύθια, λευτερώθη μ’ αίματα και θυσίες.»
Η διπλή αυτή εορτή, της Επανάστασης του 1821 και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, έχει σκοπό να αποτίσει φόρο τιμής στην Ελευθερία. Την ελευθερία, που ο Ορθόδοξος Έλληνας τη βιώνει ως αγάπη, θυσία, αγωνιστικότητα, απεξάρτηση από κάθε υποδούλωση
Ο Ομιλητής, κ. Βασίλης Φίλιας γεννήθηκε στην Αθήνα. Διπλωματούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Έκανε σπουδές Θεωρητικών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, και Κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια Μονάχου και Αμβούργου. Στη συνέχεια, έκανε μετεκπαίδευση στα Οικονομικά της Ανάπτυξης στο London School of Economics (1963-1964) και διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (1961)
Υπήρξε Πρόεδρος του Ομίλου Παπαναστασίου,   Συνιδρυτικό στέλεχος της αντιδικτατορικής οργάνωσης  «Δημοκρατική Άμυνα» (1967)
Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, διετέλεσε επί σειρά ετών καθηγητής κοινωνιολογίας Παντείου, Πρύτανης ΠΑΣΠΕ και Πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Ανέπτυξε πολυσχιδή δράση και έχει πλούσια βιβλιογραφία.
Ο κ. Φίλιας ομολόγησε ότι θεωρεί χρέος των ανθρώπων των γραμμάτων και του πνεύματος να μεταλαμπαδεύουν γνώσεις και να περνούν προβληματισμούς σ’ ολόκληρο το λαό όπου υπάρχουν Έλληνες κι όχι μόνο στα μεγάλα Κέντρα
Ξεκίνησε από το θέμα πώς αντιμετωπίζεται η Ιστορία. Η Ιστορία είναι ένας χώρος όπου γίνονται πολλές παραποιήσεις και παραβιάσεις. Με την έννοια ότι γίνεται προσπάθεια τα ιστορικά γεγονότα να ερμηνεύονται σύμφωνα με πολιτικοϊδεολογικές απόψεις εκείνων που υποτίθεται ότι είναι αντικειμενικοί μελετητές.
Γιατί παραποιείται η ιστορία; Γιατί από την ερμηνεία των γεγονότων των ιστορικών ξεκινάει μία δυνατότητα παρερμηνείας και παραπλάνησης και των γεγονότων των σημερινών.
 Η ιστορία μας βοηθάει να καταλάβουμε όχι μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν και το μέλλον. Αν λοιπόν παραποιείται η μελέτη της ιστορίας, τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά αρνητικά. Και δυστυχώς αυτό έχει γίνει σε πολύ μεγάλη κλίμακα και βεβαίως και σε σχέση με την ελληνική επανάσταση και βεβαίως και σε σχέση με τους βαλκανικούς πολέμους
Ένα άλλο θέμα που έχει πολύ μεγάλη σημασία: Την ιστορία δε μπορείς να την προσεγγίζεις μόνο κάνοντας καταλογοποίηση των γεγονότων. Ο ιστορικός οφείλει να αναζητεί ερμηνεία των γεγονότων. Όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, η επιστήμη αρχίζει από τη στιγμή που ψάχνεις για τα αίτια. «Γνωρίζειν τας των πραγμάτων αιτίας» και επομένως δε θα τα θεωρήσω όλα τυχαία…
Όσο ποτέ σήμερα είναι αναγκαία η μελέτη της ιστορίας κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, γιατί δυστυχώς στη χώρα μας έχει βλαστήσει και έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια ένα είδος υποτιθέμενων ιστορικών, οι οποίοι δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά εθνομηδενιστές. Σε τελευταία ανάλυση αρνούνται όχι μόνο τους αγώνες του ελληνικού λαού αλλά αρνούνται και την ελληνικότητα του Έλληνα, την ιδιαιτερότητά του, ένα είδος πέμπτης φάλαγγας.
Και γι’ αυτό, είπε, επέλεξα αυτό το θέμα: «Ο χαρακτήρας της ελληνικής επανάστασης».  Πάνω σ’ αυτό υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις. Η παγία θέση της ελληνικής Αριστεράς ήταν ότι η ελληνική Επανάσταση ήταν υπόθεση νέων δυνάμεων αστικών που προέκυψαν μέσα από την ιστορική διαδικασία και ότι αυτές οι δυνάμεις τελικά προσδιόρισαν και καθόρισαν την πορεία προς την επανάσταση. Η θέση της Δεξιάς στην Ελλάδα ήταν ακριβώς η αντίθετη, ότι οι κοινωνικοί συντελεστές δεν έπαιξαν απολύτως κανένα ρόλο και η Επανάσταση είχε χαρακτήρα καθαρά και μόνο εθνικοαπελευθερωτικό. Και η μία και η άλλη άποψη είναι λαθεμένες, στη μονομέρειά τους. Βεβαίως δεν τίθεται ζήτημα ότι το εθνικοαπελευθερωτικό υπήρξε καθοριστικό. Το περίφημο «δια του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία»  υπήρξε καθοριστικό. Και βέβαια, αν το δει κανείς και σε συσχετισμό με τις ιδέες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, αδελφότητα, ισότητα, ελευθερία.
Όλο αυτό το πλέγμα είχε παίξει μεγάλο ρόλο. Θα είχε όμως αρκέσει για να φτάσουμε στην Επανάσταση; Τότε γιατί δε φτάσαμε νωρίτερα; Διότι δεν είχαν ακόμη ωριμάσει οι κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες θα κάλυπταν το σύνολο του ελλαδικού χώρου….
Άλλο θέμα που πρέπει να αντιληφθούμε είναι το εξής: Ποια ήταν η σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας στις παραμονές της επανάστασης; Μπορούμε να πούμε ότι όλες ανεξαίρετα οι κοινωνικές κατηγορίες είχαν την ίδια ετοιμότητα για επανάσταση; Ρητά όχι. Διότι η Άρχουσα τάξη του υπόδουλου Ελληνισμού, οι Χριστιανοί Γαιοκτήμονες, όχι απλά είχαν βολευτεί στην πραγματικότητα της κυριαρχίας, αλλά είχαν πραγματοποιήσει και μία θέση υπεροχής και ισχύος και συμφερόντων. Αυτή η τάξη των Κοτζαμπάσηδων δυσκολεύτηκε να πάρει την απόφαση για επανάσταση, διότι σκεφτόταν ότι δεν τη συνέφερε, διότι θα ενεργοποιούσε δυνάμεις κοινωνικές που θα ήταν επικίνδυνες για την δική της κυριαρχία. Γι’ αυτό και ο ρόλος της Φιλικής Εταιρείας ήταν τεράστιος, διότι κερδίζοντας πρώτα μια σειρά από στελέχη, σιγά-σιγά τους κύκλωσε και τους υποχρέωσε να δεχτούν –την τελευταία διετία- την απόφαση να επαναστατήσουν.
Ήταν τέτοιες οι αντιθέσεις, ώστε το 1805 ένα γεγονός τεράστιας σημασίας έγινε, η φοβερή εκκαθάριση στην Πελοπόννησο της Κλεφτουριάς, δηλ. σε συνεννόηση με τους Τούρκους οι μεγάλες οικογένειες των Κοτζαμπάσηδων έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των Κλεφτών, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τα λαϊκά συμφέροντα. Τότε μόνο από την οικογένεια Κολοκοτρωναίων σκοτώθηκαν 120 άνδρες. Γι’ αυτό, όταν το 1813 πήγε ένα γεύμα ο Καποδίστριας στη Ζάκυνθο –ο μεγαλύτερος πολιτικός που έχει περάσει. Κανείς δεν τον φτάνει ούτε στο νύχι του- είπε για τους Κοτζαμπάσηδες «Πρόκειται περί Τούρκων ελληνικήν ενδυμασίαν φέροντας» Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο ελληνικός λαός φτάνει στην επαναστατική αναμέτρηση με διχασμένα προσήματα. Δηλ. ποιες ήταν οι δυνάμεις από το ένα μέρος και ποιες από το άλλο. Αναμφισβήτητα οι αλιείς, οι κτηνοτρόφοι οι αγρότες, οι ναυτιλόμενοι, ο κατώτερος Κλήρος και οι Μοναχοί. Από την άλλη μεριά οι Κοτζαμπάσηδες. Και όλος αυτός ο εμφύλιος πόλεμος, οι συγκρούσεις που οδήγησαν ακόμη και στη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και στο σκοτωμό του πρώτου γιου του του Παναγιώτη έγιναν λόγω αυτών των αντιπαραθέσεων.
Πώς διαμορφώνονται τα πράγματα λοιπόν; Στη διάρκεια της Επανάστασης έχουμε δύο πόλους ισχύος: Ο ένας είναι το λεγόμενο Πολιτικόν. –Βρισκόταν στα χέρια της παλιάς άρχουσας τάξης, των Κοτζαμπάσηδων και των Φαναριωτών και ένα μέρος του ανώτερου Κλήρου. Από το άλλο μέρος το στρατιωτικό: η γνήσια λαϊκή ηγεσία. Ηγέτες των κλεφτών. –όχι τόσο των αρματολών, γιατί οι αρματολοί είχαν μια περίεργη σχέση με τους Τούρκους. Στη διάρκεια της επανάστασης διαφοροποιούνται και αυτοί και περνάνε με την πλευρά την επαναστατική. Ο ξένος παράγων δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία προς την Επανάσταση, δεν μπορεί να την ελέγξει με μεθοδεύσεις του παλιού τύπου, με απαγορεύσεις κλπ. Έρχεται και αγκαλιάζει την πλευρά της Επανάστασης, το Πολιτικό, που δίνει και την δυνατότητα διαχείρισης των δανείων, με αποτέλεσμα αυτοί να έχουν την τροφοδοσία του αγώνα….
…Αυτή ήταν η κατάσταση γενικά. Και ενώ είχαμε τις προϋποθέσεις να κερδηθεί ο αγώνας μέχρι το πολύ τις αρχές του 23, δεν κερδήθηκε. Και φθάσαμε στο Μεσολόγγι. Γιατί κάποιοι παρεμπόδιζαν την ανάπτυξη των δυνάμεων εκείνων που θα μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν το μέτωπο.
Η Ιστορία συνεπώς δε μελετιέται απλά και μόνο με το να φωτογραφίζεις τα γεγονότα. Είσαι υποχρεωμένος να τα ερμηνεύεις, δηλ. «γιατί, και πώς»
Βεβαίως ο Καποδίστριας ήξερε πάρα πολύ καλά πώς παίζεται το παιγνίδι. Το μεγάλο λάθος που έκανε η αγγλική πολιτική είναι να δεχθεί την έλευσή του. Τελικά δολοφονήθηκε. Από ποιους; Από τους Μαυρομιχαλαίους; Ποιοι ήταν από πίσω; Οι Άγγλοι. Αυτό δε συζητείται. Διότι ήταν επικίνδυνος. Όχι απλώς ως φίλος των Ρώσσων αλλά διότι ως Έλληνας ήξερε ότι θα μπορούσε να σπάσει αυτό το μπλοκ που παρεμπόδιζε την εθνική ολοκλήρωση του ελληνικού Έθνους.
Από κει και πέρα είμαστε υποχρεωμένοι μιλώντας για την ελληνική επανάσταση πρώτα-πράτα να αναγνωρίσουμε και να υποκλιθούμε μπροστά στις θυσίες του ελληνικού λαού, πρωτοφανείς θυσίες.
Ο Τοντόρωφ πρέσβης της Βουλγαρίας στην Ελλάδα, μεγάλος ιστορικός,  σε μία συνάντησή μας μου είπε: Εάν δεν είχε υπάρξει η ελληνική Επανάσταση, δεν θα είχαν ενεργοποιηθεί και οι άλλοι λαοί της Βαλκανικής. Η ελληνική Επανάσταση υπήρξε καταλύτης για μια σειρά εξεγέρσεων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά και ο Κίσσιγκερ είπε: «τον ιστό της αράχνης που οικοδόμησε ο Μέτερνιχ και η Ιερά Συμμαχία  τον έσκισε η Ελληνική Επανάσταση.» Έπαψε να υφίσταται η ιερά Συμμαχία – η συνεργατική των Αντεπαναστατών. Αυτή η τεράστια προσφορά ποτέ δεν έχει εκτιμηθεί.
Δυστυχώς στη χώρα μας έχει αναπτυχθεί τώρα μία τάση που ισχυρίζονται ότι ο ελληνικός λαός δεν είναι κάτι διαφορετικό, όλη αυτή η υπόθεση της ελληνικής επανάστασης ήταν μια υπόθεση που σε τελευταία ανάλυση βασίστηκε σε ταπεινά συμφέροντα, δηλ. όλοι οι κατσιαπλιάδες, οι οπλαρχηγοί ήθελαν να υποκαταστήσουν τους Τούρκους για να παίρνουν αυτοί το πλιάτσικο και όχι οι Τούρκοι. Η Εκκλησία… Λένε, Ποια Εκκλησία; Κρυφό Σχολειό; Υπήρχε, αλλά ας υποθέσουμε ότι δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε ο Κοσμάς ο Αιτωλός; Από πού τα έβγαλε; Και γιατί οι Τούρκοι τον δολοφόνησαν;
Υπάρχει μία τάση σήμερα στην Ελλάδα να κλονίσουν την πίστη του ελληνικού λαού στον εαυτό του. «Τι είμαστε εμείς οι Έλληνες…Ένα είδος κατασκευάσματος…» Βεβαίως αγνοούν ότι η Ιστορία δεν κατασκευάζεται. Η ιστορία προκύπτει από δυνάμεις από κάτω, παντού και πάντοτε… Σήμερα τις περισσότερες έδρες της Ιστορίας τις κατέχουν εθνομηδενιστές. («Δεν είμαι εθνικιστής, είπε ο Ομιλητής, αλλά είμαι πατριώτης μέχρι θανάτου, για να υπερασπιστώ τα ιερά και τα όσια»)
Οι λαοί για να επιβιώσουν χρειάζονται αναχώματα. Τα αναχώματα αυτά είναι βασικές τους αξιακές πίστεις, είναι η γλώσσα η παράδοση, η ιστορία… Εμείς είμαστε περικυκλωμένοι από ανθρώπους εθνομηδενιστές, κατ’ επιεική διατύπωση. Μπορεί κάποιος να πει ότι είναι αγνωστικιστής, δεν πιστεύει σε Θεό, δεν έχει δικαίωμα όμως να πει ότι θέλει να βγάλει βίαια από την ιστορία του λαού την εκκλησία και την πίστη του. Δεν μπορεί να βγάλει τα αναχώματα που στηρίζουν την ύπαρξη αυτού του λαού.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013


Πρόσκληση


Σας προσκαλούμε στην πανηγυρική εκδήλωση που διοργανώνει ο Μ.Ο.Σ. επί τη Εθνική Παλιγγενεσία, υπό την αιγίδα του Δήμου Σερβίων-Βελβενού, την Κυριακή, 24 Μαρτίου 2013, και ώρα 11.00΄ π.μ. στην Αίθουσα του Δημοτ. Συμβουλίου στα Σέρβια.
Θα ομιλήσει ο πρ. Πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Βασίλης Φίλιας με θέμα:
«Ο χαρακτήρας και η σημασία της Επανάστασης του 1821»
Την εκδήλωση θα πλαισιώσει η Χορωδία του Γυμνασίου Σερβίων υπό την διεύθυνση του Μανώλη Χατζημανώλη.

Με τιμή
Για το Δ.Σ. Η Πρόεδρος
Χρυσάνθη Καραγιαννίδου

Το Ολοκαύτωμα των Σερβίων Εκδήλωση μνήμης από τον Μ.Ο.Σερβίων




To Σάββατο 9 Μαρτίου το βράδυ ο Μ.Ο.Σ. τίμησε την επέτειο του Ολοκαυτώματος των Σερβίων της 6ης Μαρτίου 1943, με μια λιτή αλλά έντονα συναισθηματικά φορτισμένη εκδήλωση, με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, που παρουσιάστηκαν με ανάγνωση των αφηγήσεων ή με video, όπου οι ίδιοι οι μάρτυρες αφηγήθηκαν τα βιώματά τους.  Τα κείμενα, τα video και η επιμέλεια ήταν της Χρυσάνθης Καραγιαννίδου και στην παρουσίαση συμμετείχαν οι κυρίες Τζιώνα Παναγιώτα, Κουρελή Αθανασία, Καραγιαννίδου Παρασκευή και ο κ. Παναγιωτίδης Ιορδάνης και ο κ. Γιώργος Λεπίδας στην προβολή των video.  Η εκδήλωση πλαισιώθηκε με ανάλογη μουσική, με την ευγενική προσφορά της Δώρας Τανή, Χριστίνας Τανή και του Νίκου Μαντάνη.
Την εκδήλωση τίμησαν οι Ιερείς της πόλης, π…ς  Γεώργιος Πιστόλας και Κων. Θεοχάρης, ο Δήμαρχος Σερβίων – Βελβεντού κ. Κωνσταντόπουλος Βασίλειος, η Δήμαρχος Βοΐου κ. Παναγιώτα Ορφανίδου, εκπρόσωποι Στρατιωτικών Αρχών, Αντιδήμαρχοι, Δημοτικοί Σύμβουλοι, ο Πρόεδρος των Σερβιωτών Θεσσαλονίκης,  με μέλη του Συλλόγου, εκπρόσωποι φορέων και πολύς κόσμος, ενώ χαιρέτισαν με γραπτά μηνύματα ο πρόεδρος των Σερβιωτών Αθηνών και η Πρώην Υπάτη Πρόεδρος Παμμακεδονικής  Η.Π.Α. Νίνα Κοντοδίνα – Περοπούλου και ο σύζυγός της, Πρόεδρος του Παμμακεδονικού Συλλόγου Houston  Πήτερ Περόπουλος.
Παρούσα και η κόρη των δασκάλων των Σερβίων Σωκράτη και Τούλας Γκόρα, που μικρό παιδί έζησε το ολοκαύτωμα, και κατέθεσε κι αυτή τις μνήμες της.
Στο τέλος της εκδήλωσης  οι δύο Δήμαρχοι επισφράγησαν την πρόταση του Δημάρχου μας, που είχε γίνει αποδεκτή από την Δήμαρχο Βοΐου για αδελφοποίηση των δύο πόλεων, Σερβίων και Σιατίστης.
Προλογίζοντας η Πρόεδρος του Μ.Ο.Σ. Χρυσάνθη Καραγιαννίδου, είπε:
«70 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη μεγαλύτερη καταστροφή, τον όλεθρο, που δέχθηκε η πόλη μας. 6 Μαρτίου 1943, γράφει μια Σερβιώτισσα:   Τα Σέρβιά μας τυλίχθηκαν στις φλόγες. Μια εκπυρσοκρότηση και αμέσως μετά μαύρος καπνός και φλόγες. Η όμορφη βυζαντινή μας πόλη καιγόταν… Για μέρες ο καπνός ανέβαινε. Στάχτη τα σπίτια με τις πλακοστρωμένες αυλές, τα γιασεμιά, τις πικροδάφνες, τα πηξάρια, τα ταφλάνια, ..»  Στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν από τα γύρω βουνά τη φρίκη έφθαναν αποκαΐδια, χιλιόμετρα μακριά, και η μυρωδιά του καπνού τύλιγε όλη την ατμόσφαιρα. Ηλικιωμένοι και ανήμποροι να κινηθούν πλήρωσαν με τη ζωή τους την αδυναμία τους να απομακρυνθούν από την κόλαση.
Επιζώντες  από την τραγική αυτή εποχή θυμούνται με φρίκη και αποτροπιασμό όλα όσα έζησαν, παρά τα εβδομήντα χρόνια που πέρασαν, και καθώς μας τα αφηγούνται, διακόπτουν την αφήγηση συχνά και επαναλαμβάνουν: «να μην ξανάρθουν τέτοια χρόνια, να μη ζήσετε τέτοιες εποχές…»
Για να μη ζήσουμε λοιπόν παρόμοιες εποχές, οφείλουμε να αντικρίζουμε τα γεγονότα της ιστορίας με καθαρό βλέμμα και να τα μελετούμε χωρίς προκαταλήψεις και φανατισμούς, χωρίς εμμονές, ώστε να διδασκόμαστε από το παρελθόν. Και τι καλύτερο από τις προσωπικές μαρτυρίες επιζώντων και αυτοπτών μαρτύρων; …»
Στη συνέχεια η Πρόεδρος ευχαρίστησε όσους συνεργάζονται για την παρουσίαση και άρχισαν οι αφηγήσεις. Στο τέλος κάθε ενότητας έπαιζε η μουσική, προσπαθώντας να αποφορτίσει το κλίμα, διότι υπήρχε μεγάλη συναισθηματική φόρτιση με όσα δεινά ακούγονταν που συνέβησαν αυτές τις μέρες στα Σέρβια…
Οι αφηγήσεις άρχισαν από τον βομβαρδισμό που έγινε τον Απρίλιο του 1941 και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στα Σέρβια και σε κτίσματα αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό. Υπήρχαν αρκετά θύματα. Καθώς πάνω από τα Σέρβια υπήρχε η β΄ γραμμή άμυνας, οι Γερμανοί βομβάρδισαν την πόλη πιστεύοντας ότι θα χτυπήσουν έτσι του Άγγλους. Χαρακτηριστικά ανέφερε ένας αφηγητής:
«Ήμασταν σ΄ ένα χαράκωμα και περνούσε η Φιλομένη Μαλούτα με ένα μικρό στην αγκαλιά και τη φωνάζαμε –Φιλομένη έλα δω… Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν αλλά αυτή η φουκαριάρα ήθελε να πάει σπίτι, στον πατέρα και τη μάνα της. Έπεσε η βόμβα στο σπίτι και τους σκότωσε όλους. Αν ερχόταν με μας, θα γλίτωνε…»
Και μία άλλη αφηγήτρια λέει ότι ενώ είχαν φύγει για να γλυτώσουν, η κόρη θυμήθηκε την εικόνα της Παναγίας και γύρισε σπίτι. «Μπήκε στην κάμαρη, πήρε την εικόνα και έχοντάς την κάτω από την μασχάλη της, άκουσε τον πατέρα της να φωνάζει « Ξαπλώστε κάτω, στα χόρτα!».  Η Ευγένη δεν πρόλαβε, ακούστηκε ένας θόρυβος και μια δύναμη την σήκωσε ψηλά και την πέταξε με φόρα στο χώμα. Ο πατέρας έτρεξε και τη βρήκε να αιμορραγεί. Έσκισε μια κουρτίνα και έδεσε το πόδι της. Με το πληγωμένο κορίτσι στα χέρια, τα άλλα δυο παιδιά δίπλα του και τα ζώα να ακολουθούν πήρε κι αυτός τον ίδιο δρόμο…»
Όλες οι μαρτυρίες συνέκλιναν στο ότι αρχές Μαρτίου 1943 η πόλη των Σερβίων ήταν ανάστατη.
Αρχές Μαρτίου, γράφει η  Ξανθίππη Ζουλιάμη   στο Ημερολόγιό της «Μαθαίνουμε ότι οι αντάρτες θα κάψουν τη γέφυρα. Ανησυχία τρομερή, ξέρουμε τι μας περιμένει.
5 - 3 - 43 Έρχονται Ιταλικά αυτοκίνητα από Λάρισα. (πηγαίνουν προς Σιάτιστα να ενισχύσουν ένα τμήμα Ιταλών που μάχονταν στο Φαρδύκαμπο). Μερικές δεκαρχίες ανταρτών βγαίνουν στο Σαραντάπορο να χτυπήσουν τους Ιταλούς με τα σκουριασμένα παλιοντούφεκα.»
Η είδηση ότι οι αντάρτες έκαψαν τη γέφυρα είχε σκορπίσει πανικό. Όλοι περίμεναν να γίνει μεγάλο κακό. Από σπίτι σε σπίτι μετέφεραν το μήνυμα «φύγετε. Αδειάστε την πόλη». 5 Μαρτίου η πόλη άδειασε. Οι μαρτυρίες συνταρακτικές.
«Εδώ ήμασταν σε αναβρασμό. Τα Σέρβια είχαν αδειάσει… Εμείς πήγαμε στο Πλατανόρευμα, αλλά ο περισσότερος κόσμος πήγε στο Βελβεντό. Αρχίσαμε να φεύγουμε από τις 4,5 Μαρτίου.»
«Στις 6-3 -1943 γράφει ο Kίμων Κοεμτζόπουλος …Οι Σερβιώτες εγκαταλείπουν τα Σέρβια βιαστικά, χωρίς να προφθάσουν να πάρουν σχεδόν τίποτε μαζί τους. Γυμνοί καταφεύγουν στα βουνά. Πώς να ζήσουν;»
«Φύγαμε, αφηγείται μία Σερβιώτισσα. και πήγαμε στο μύλο, εκεί που είναι τώρα το υπαίθριο θέατρο, στο λόφο. Αλλά και κει δεν άρεσε στον μπαμπά μου. «Είμαστε μες στο δρόμο, κινδυνεύουμε, θα φύγουμε». Φύγαμε και πήγαμε στο Μοσχοχώρι. Είχαμε ένα γαϊδούρι και είχαμε πάρει πράγματα, τα είχαμε έτοιμα από καιρό.»
«Παίρνει μια βελέντζα η μάνα μου και κάτι άλλα πράγματα και ξεκινήσαμε. Τους είπαν να πάρουν τα παιδιά και να πάνε σαν Πρωτομαγιά. Τόσο κοντά, γρήγορα  θα γυρίζαμε. Εμένα μου έδωσαν δυο κιλά αλάτι. Τραβήξαμε για το Παλιογράτσανο και κοιμηθήκαμε το βράδυ στο Πλατανόρευμα. Τη νύχτα έρχεται ο Τυροκόμος και μας λέει «μαζέψτε τα πράγματα το πρωΐ και φύγετε…»
Άλλη σερβιώτισσα αφηγείται, φεύγοντας απ’ το σπίτι τους για το βουνό, γεμάτοι ταραχή, βλέπουν σε ένα πεζούλι μία πινακωτή γεμάτη ψωμιά εγκαταλειμμένη. Τόσος ο πανικός…
Άλλη αφηγείται «έρχεται ο Θόδωρος ο… και λέει στη μάννα μου «Αθηνά πάρε τα παιδιά και φύγε, γιατί έρχεται μία φάλαγγα και θα γίνει μεγάλο κακό.» Φεύγουμε. Στο δρόμο πανικός. Ξεσηκώνονταν ο κόσμος. Άλλος να κλαίει, άλλος πού να πάει… Πάμε στο Πλατανόρρευμα. Το βράδυ εκείνο γινόταν χαλασμός Κυρίου. Έρχεται ο νοικοκύρης και λέει στον μπαμπά μου, Να φύγετε. Πού να πάμε; Στο Παλιογράτσανο. Στο δρόμο χάσαμε τη Γλύκα. Τη βρήκε ο Στέφανος με τη Χριστίνα, την πήραν… Στο Παλιογράτσανο σκοτωμός… Ο κόσμος να φωνάζει από δω, να φωνάζει από κει, να κλαιν, πού να παν… «
 «Βγήκα προς την πόρτα της αυλής και άκουγα τον κόσμο να τσιρίζει και να φωνάζει «αδειάστε τα Σέρβια…. μας καίνε!» .  Αυτή τη φορά, δεν ήταν Γερμανοί… αλλά  Ιταλοί. Άντε πάλι στο πόδι…!!!  Φωνάξαμε με τον παππού σου τα παιδιά κοντά μας.  Άλλο παιδί μάζευε ρούχα, άλλο τρόφιμα, άλλο σκεύη κουζίνας, άλλο κουβέρτες. Λύσαμε όλα τα ζώα και τα βγάλαμε στην αυλή.  Φορτώσαμε τα παιδιά στο γαϊδούρι, τα πράγματα στο κάρο. Πήρε ο παππούς σου τα παιδιά κι εγώ το κάρο.   Όταν φτάσαμε στο Πλατανόρευμα ο δρόμος σταματούσε και για την Αγία Παρασκευή έπρεπε να ακολουθήσουμε ένα μονοπάτι. Ο παππούς σου συνέχισε το δρόμο με τα παιδιά κι εγώ ξεφόρτωσα το κάρο.  Τα απαραίτητα τα έδεσα στα βόδια και τα υπόλοιπα τα κλείδωσα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Το κάρο το διέλυσα και τα κομμάτια του τα έκρυψα στα πλατάνια.  Πήρα την ανηφόρα κι εγώ με τα βόδια. Όσο ανέβαινα, τόσο έκλαιγα…»
Οι Ιταλοί 6 Μαρτίου, ημέρα Σάββατο, πλησιάζοντας στα Σέρβια κατά μία μαρτυρία έκαψαν το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, στη συνέχεια μερικά σπίτια στο δρόμο μπαίνοντας στην πόλη και έφυγαν για τη Σιάτιστα. «Όταν όμως βρήκαν τη Γέφυρα καμένη, γύρισαν πίσω και άρχισαν να καιν τα σπίτια, αφού προηγουμένως φόρτωναν στα κάρα πλιάτσικα και τα πήγαιναν στην Ιταλία. Πλιατσικατζήδες… Όλα τα κάρα των Σερβίων μαζεύτηκαν κάτω… Δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Από τα 1100 σπίτια έμειναν μόνο δύο-τρία που τα ήθελαν οι Ιταλοί για το Στρατηγείο τους.»
«Ανεβαίναμε σ’ ένα ύψωμα πάνω στους μύλους κι εκεί βλέπαμε πώς καίγονταν τα σπίτια μας… Και κλαίγαμε… Παν τα σπίτια μας, πάει η περιουσία μας, πάει εκείνο… Πανικός…  - Έμεινε τίποτε όρθιο;  -  Όχι…»
Φωτιές και φλόγες στο μυαλό μου έρχονται
Σαν θυμηθώ
Την 6η Μάρτη του 43
Τον σπαραγμό της Μάνας μου
Και τις κακοτυχίες,
Οι φλόγες έσβησαν. Tα σπίτια κτίστηκαν ξανά
Οι μνήμες όμως  της φωτιάς κι ο σπαραγμός της Μάνας
παρέμειναν για πάντα.
Μας απαγγέλλει ο γιατρός Νικόλαος Παπαδάδης και κλαίει. Και συνεχίζει : «Από κει πάνω, από το Παλιογράτσανο,  βλέπαμε πανοραμικά το κάψιμο των Σερβίων. Φλόγες μέχρι τον ουρανό, σπαραγμός  στις ψυχές των γυναικών, συμφορά στις ψυχές των ανδρών για το πού η μοίρα μας οδηγεί.»
«Έβλεπα τα Σέρβια, το βιός όλων μας να καίγεται, να γίνεται ένα μαύρο σύννεφο, που μας σκέπαζε όλους… Όλα είχαν γίνει στάχτες. Δύσκολα χρόνια περάσαμε!»  
«Έκαψαν και πολλούς ανθρώπους ζωντανούς που δεν είχαν φύγει και ήταν μέσα στα σπίτια. Τους είχαν αφήσει οι δικοί τους πιστεύοντας ότι θα ρθουν την άλλη μέρα να τους πάρουν. 7 μέρες έκανε το μηχανικό για να φτιάξει τη γέφυρα.

Όσοι δεν έφυγαν, γέροι και γριές, σκοτώθηκαν από τους ιταλούς. Η Βασιλική Βαγιώτα που πλησίαζε τα 100 της χρόνια κάηκε ζωντανή. Ο τυφλός Βασίλης Βασδιάρης σκοτώθηκε έξω από το σπίτι του. Ο γέρο Καραβάρας 80 χρονών σκοτώθηκε με πιστόλι στο κρεβάτι του όπου βρισκόταν άρρωστος. Την Όλγα Σταμπλιάκα την έριξαν οι… γενναίοι φασίστες από το παράθυρό της στο δρόμο και έσπασε τη μέση της, καθώς και τη Βασιλική Αγγελοπούλου που σκοτώθηκε. Τον Λουκά Ζυγούρη, τον Παρασκευά Απόστολο και άλλους 40 συνολικά που δεν μπόρεσαν ή δεν πρόφθασαν να φύγουν, τους σκότωσαν την ημέρα εκείνη.»
«Ύστερα από μέρες κατεβήκαμε, αφηγείται μία Σερβιώτισσα. Πού να σταθείς Σιδερικά παραμορφωμένα από τη θερμοκρασία της φωτιάς εδώ. Γατιά και σκυλιά έτρεχαν στους έρημους δρόμους. Κάποια αγκωνάρια στάθηκαν όρθια στο χαλασμό, τα πουλιά πέταξαν αφού κάηκαν οι φωλιές τους Παράθυρα ορθάνοιχτα σαν μάτια απορημένου μικρού παιδιού ορθάνοιχτα. Ρωτούσαν «γιατί»
Άλλος, λέει μια σερβιώτισσα: «Περπατώντας στην αυλή του σπιτιού και παρατηρώντας τις στάχτες, άκουσε κάτι κάτω από μια στοίβα ξύλα.  Τα σήκωσε και βρήκε μια κότα μας  αδύναμη, έτοιμη να ψοφήσει. Την έφερε μαζί του, μου την έδωσε και μου είπε « Παρασκευή τάιζε την κοσάρα κάθε μέρα κι από λίγο… να μην ψοφήσει»,  κι έτσι έκανα.  Τάιζα την κότα, κάθε μέρα λίγο περισσότερο,  ώσπου συνήλθε και άρχισα να μαζεύω τα αβγά της .  Ήρθε το Πάσχα… πήγα και μάζεψα ρίζες από χόρτα, έβαψα τα 22 αβγά που έκανε η κότα και τα μοίρασα στα παιδιά… Έτσι κάναμε Πάσχα το ‘ 43 .
Πολύ τραγική ήταν η κατάσταση εκείνων, γράφει ο Κίμων Κοεμτζόπουλος,  που δεν μπόρεσαν, την ημέρα που κάηκε η ωραία αυτή κωμόπολη να πάνε στις πόλεις και κατέφυγαν στο βουνό. Εκεί ζούσαν σε τρώγλες και σπήλαια. Ήταν τόσο τραγική η διαβίωσή τους, ώστε παρατηρήθηκαν περιπτώσεις, γονείς να σκάβουν με τα χέρια τους λάκκους για να θάψουν τα παιδιά τους, που δεν άντεξαν στις κακουχίες, τις στερήσεις και την πείνα. Όλοι είχαν φύγει από τα Σέρβια κουβαλώντας στα χέρια μόνο τα μωρά τους, καμιά κουβέρτα ή λίγα τρόφιμα.
«Καλοκαίριασε και αποφασίσαμε να βγούμε στα χωράφια μας, να τα δουλέψουμε.  Φύγαμε από το Παλιογράτσανο και γυρίσαμε στον τόπο μας.  Το πρωί δουλεύαμε τη γη μας και το βράδυ μέναμε στις σπηλιές που σκάψαμε μέσα σε βουνά και  λόφους…. Ταλαιπωρίες!  Πότε ζέστη… πότε κρύο….!!!
     Άρχισε πάλι να χειμωνιάζει. Εμείς φύγαμε για τα Ήμερα, εκεί μας φιλοξένησαν κάτι συγγενείς και μετά πήγαμε στο Ρύμνιο. Δύο χρόνια γυρίζαμε από τόπο σε τόπο, ώσπου ήρθαμε πίσω στο σπίτι μας.  Όλα ήταν καμένα. Ξεκινήσαμε πάλι από την αρχή. Το βιος όλο χαμένο, αλλά είχαμε ο ένας τον άλλο.»
Αλήθεια είναι μεγάλη υπερβολή να πούμε ότι βλέπουμε κάποια κοινά με τη Μικρασιατική Καταστροφή;
Αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού μετέφερε πολλούς σε άλλες πόλεις. Πρόσφυγες στην πατρίδα! Με τον καιρό η Στέγασις έκανε «στέγαστρα» Γύρισαν αρκετοί…. Οι Σερβιώτες στάθηκαν με αξιοπρέπεια στην απρόσμενη συμφορά, έσφιξαν το μαντήλι «ανασκουμπώθηκαν» και πίσω απ την αρχή…. Εργατικοί, τίμιοι, περήφανοι δούλεψαν
Πολλοί δε γύρισαν πίσω. Έμειναν για πάντα στη δεύτερη πατρίδα τους.
Εμείς ως Σερβιώτες, μας λέει άλλος,  είχαμε πολλές συνέπειες για ό,τι και αν γινόταν στους Γερμανούς. Εγώ σε ένα μπλόκο που έψαχναν κάποιον με το ίδιο επώνυμο, τη γλίτωσα, γιατί η ταυτότητά μου που έβγαλα μετά το κάψιμο, είχε λάθος το όνομά μου.
Και κατέληξε η κ. Καραγιαννίδου:
«Εβδομήντα χρόνια μετά και οι μνήμες είναι ακόμη τόσο νωπές. Δεν μπορεί να τα αφηγηθεί κανείς ή να τα ακούσει και να μη δακρύσει. Ο πόνος είναι ανείπωτος.
Τι να πρωτοθρηνήσει κανείς; διαβάζουμε σε κάποιο Ημερολόγιο. Τον ιδρώτα μιας ζωής; Τα όνειρα τα χαμένα; Το βιος που έγινε στάχτη; Τις προίκες των κοριτσιών; Τους νεκρούς, που ανήμποροι να ακολουθήσουν τους άλλους, που τα ερείπια τα πυρακτωμένα έγιναν ο τάφος τους; Τον Παντελή νεκρό στην αυλή του σπιτιού του, μπρούμυτα  και το δεκανίκι δίπλα του; Τι; …
Από τις 6 Μαρτίου 1943 και για δύο χρόνια σχεδόν 4 000 κάτοικοι των Σερβίων τρέχουν από χωριό σε χωριό, από ρεματιά σε ρεματιά.
Όμως υπήρχε και μεγαλύτερη συμφορά για τα Σέρβια. Λόγω της στρατηγικότητας της θέσης των, στα Σέρβια κηρύχθηκε στο εξής νεκρά ζώνη, μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που αποτελούνταν από αστούς, έφυγαν, οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη και αφού κατά κάποιο τρόπο είχαν κάπως ταχτοποιηθεί στη διετία που μεσολάβησε, δεν επέστρεψαν. Άλλωστε δεν άντεχαν οι πολλοί να αντικρίσουν τα χαλάσματα και τη στάχτη. Έτσι τα Σέρβια έχασαν ένα μεγάλο μέρος από τον γνήσιο, τον γηγενή πληθυσμό τους. Έχασαν και τους Σερβιώτες, και αυτό είναι δεύτερο, χειρότερο ολοκαύτωμα από το πρώτο, διότι τα σπίτια ξαναέγιναν, αλλά η πόλη δεν ξαναβρήκε ποτέ το παλιό της χρώμα, τα δικά της χαρακτηριστικά.
Και το ακόμη χειρότερο ίσως, που δεν αναγνωρίστηκε όπως θα έπρεπε η θυσία τους από την Ελληνική Πολιτεία… Μόλις πριν λίγους μήνες με δική μας πρωτοβουλία και ενέργειες, διά του Δήμου μας αναγνωρίστηκαν επίσημα ως Μαρτυρική πόλη.








Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Η 70η επέτειος της μάχης του Φαρδυκάμπου


Κοινή εκδήλωση για τη μάχη του Φαρδυκάμπου και το Ολοκαύτωμα των Σερβίων- Συμφωνία για αδελφοποίηση Σιάτιστας και Σερβίων

 
Κοινή εκδήλωση με αφορμή τη συμπλήρωση της 70ης επετείου από τη μάχη του Φαρδυκάμπου και του Ολοκαυτώματος των Σερβίων, πραγματοποίησαν το Σάββατο 2 Μαρτίου οι Δήμοι Βοΐου και Σερβίων- Βελβεντού, στο Τραμπάτζειο Γυμνάσιο της Σιάτιστας.
Στην εκδήλωση με τίτλο «Ημέρες δόξας- Ημέρες οδύνης» ξετυλίχτηκε το κουβάρι των ημερών του Μάρτη του ’43 όπου την ίδια ώρα σε Σιάτιστα και Σέρβια διαδραματιζόταν δύο εντελώς διαφορετικά περιστατικά, στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας.
 
Στις 6 του Μάρτη οι Σιατιστινοί κέρδιζαν τη μάχη του Φαρδυκάμπου και στα Σέρβια οι κατακτητές προχωρούσαν στη θηριωδία του Ολοκαυτώματος της πόλης.
Αυτές οι στιγμές αναβίωσαν χθες στην ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε παρουσία των Δημάρχων Βοΐου και Σερβίων Βελβεντου, Παναγιώτας Ορφανίδου και Βασίλη Κωνσταντόπουλου, οι οποίοι μάλιστα συμφώνησαν να προχωρήσουν στην αδελφοποίηση των πόλεων της Σιάτιστας και των Σερβίων, μετά από πρόταση του Δημάρχου Σερβίων- Βελβεντού.
 
Στην εκδήλωση συμμετείχε η χορωδία του Μορφωτικού Ομίλου Σερβίων «Τα Κάστρα», ενώ στις ομιλίες τους οι δύο Δήμαρχοι στάθηκαν στα μηνύματα ενότητας και σύμπνοιας που κυριαρχούσαν τους αγωνιστές του ΄40, τα οποία όπως είπαν πρέπει να αποτελούν οδηγό και για τους σύγχρονους Έλληνες. 
 

Η 70η επέτειος της μάχης του Φαρδυκάμπου
 
Την ηρωική μάχη του Φαρδυκάμου τίμησαν σήμερα στο ομώνυμο μνημείο, αρχές, μέλη αντιστασιακών οργανώσεων και πολίτες του Βοΐου, ως ένδειξη ελάχιστου φόρου τιμής στους αγωνιστές εκείνων των ημερών που κατάφεραν να κατατροπώσουν τους κατακτητές, γράφοντας μια λαμπρή σελίδα στον αγώνα για την ελευθερία.
 
Ήταν Μάρτης του ’43 όταν κάτοικοι της Σιάτιστας με τη βοήθεια ανταρτών από τα Γρεβενά διέλυσαν ιταλική φάλαγγα 10 αυτοκινήτων κινούμενη προς την Καστοριά προς τα Γρεβενά. Η αιχμαλωσία στρατιωτών κάνει έξαλλους του Ιταλούς που ετοιμάζουν αντίποινα, κάτι που φυσικά προέβλεψαν οι αντάρτες του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ οι οποίοι κινήθηκαν προς τη Σιάτιστα ώστε να προφυλάξουν την περιοχή.
 

Οι Ιταλοί ξεκινούν σφοδρή επίθεση προς τη Σιάτιστα, βρίσκουν όμως απέναντί τους έναν αποφασισμένο για την ελευθερία λαό, όλων των ηλικιών που στις 6 του Μάρτη καταφέρνει να επιφέρει βαριά πλήγματα στον εχθρό του οποίου στρατιώτες αιχμαλωτίζει.
Εκείνες οι λαμπρές ημέρες για το λαό της Σιάτιστας ζωντάνεψαν πάλι σήμερα, στο μνημείο του Φαρδυκάμπου, στην 70η επέτειο της μάχης.
 



Την κεντρική ομιλία της εκδήλωσης εκφώνησε ο Αντιδήμαρχος Βοϊου, Δημήτρης Παλασόπουλος, ο οποίος στάθηκε στο ηρωισμό και την αποφασιστικότητα όσων πολέμησαν εκείνες τις ημέρες προκειμένου να κρατήσουν αδούλωτα τα ιερά χώματα της περιοχής.
Την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας εκπροσώπησε ο Αντιπεριφερειάρχης, Γιώργος Σβώλης και ο Περιφερειακός Σύμβουλος, Νίκος Κατσαούνης.
Από πλευράς Δήμου Βοΐου παραβρέθηκαν η Δήμαρχος, Παναγιώτα Ορφανίδου, οι Αντιδήμαρχοι κ.κ. Γιώτης, Γαρούφος, Παλασόπουλος, ο Πρόεδρος του Τ.Σ. Σιάτιστας, Ναούμ Τσιαούσης, καθώς και δημοτικοί σύμβουλοι.   

 


 http://www.tovoion.com/

Η μάχη του Φαρδύκαμπου - Το Ολοκαύτωμα των Σερβίων Ημέρες Δόξας - Ημέρες Οδύνης



Εκδήλωση στη Σιάτιστα
Το Σάββατο, 2 Μαρτίου, ο Δήμος Βοΐου  διοργάνωσε στη Σιάτιστα εκδήλωση με τη συμμετοχή της Σιάτιστας και των Σερβίων, τιμώντας τα δύο γεγονότα που έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους:  Τη μάχη και τη νίκη στο Φαρδύκαμπο και το ολοκαύτωμα των Σερβίων. Στην εκδήλωση συμμετείχε και η Χορωδία του Μ.Ο.Σ.
Ο Δήμαρχός μας πρότεινε αδελφοποίηση των δύο πόλεων, που αποδέχθηκε η Δήμαρχος Βοΐου.

Η Πρόεδρος του Μ.Ο.Σ. παρουσίασε χρονικό του Ολοκαυτώματος με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων. Δημοσιεύουμε όλο το κείμενο :

«70 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη μεγαλύτερη καταστροφή, τον όλεθρο που δέχθηκε η πόλη μας. 6 Μαρτίου 1943, και για μία εβδομάδα τα Σέρβια τυλίγονταν στις φλόγες. Η όμορφη βυζαντινή μας πόλη καίγονταν… Στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν από τα γύρω βουνά τη φρίκη έφθαναν αποκαΐδια, χιλιόμετρα μακριά, και η μυρωδιά του καπνού τύλιγε όλη την ατμόσφαιρα. Ηλικιωμένοι και ανήμποροι να κινηθούν πλήρωσαν με τη ζωή τους την αδυναμία τους να απομακρυνθούν από την κόλαση.

5 Μαρτίου 1943 ξεκίνησε μια φάλαγγα Ιταλική από τη Λάρισα για να πάει στον Φαρδύκαμπο, όπου γινόταν μάχη για να ενισχύσει τους Ιταλούς.
Μαθαίνουμε, γράφει η Ξανθίππη Ζουλιάμη στο Ημερολόγιό της,  ότι οι αντάρτες θα κάψουν τη γέφυρα, για να εμποδίσουν τους Ιταλούς να περάσουν απέναντι. Ανησυχία τρομερή. Ξέρουμε τι μας περιμένει. Φωνάζουμε τον πρόεδρο της κοινότητας Αθανάσιο  Παχίνη να μάθουμε τι γίνεται. Δεν πρόφτασε να μας το πει και να, καταφθάνουν ειδήσεις ότι την έκαψαν. Η καρδιά μου σφίχτηκε, καταλαβαίνω ότι οι Γερμανοί δεν θα μας τη χαρίσουν…
Αποφασίσαμε να κάνουμε κρυψώνα στο σπίτι μας εν αγνοία όλων… Τη γεμίσαμε με σιτάρι και άλλα, τα κυριότερα πράγματα του σπιτιού. Πρώτα σκέφτηκα τα τρόφιμα. Το κλείσαμε από πάνω με πλάκες και χώμα.

Ζαρογιάννης video
Στις 5-3-1943 ξεκίνησε μια φάλαγγα Ιταλική από την Λάρισα για να πάει στον Φαρδύκαμπο όπου γινόταν μάχη με άλλους Ιταλούς. Όταν η φάλαγγα έφτασε στις Πόρτες τους περίμεναν δεκαρχίες του ΕΛΑΣ και άρχισε μάχη,. Εντωμεταξύ για να προλάβει να φύγει ο κόσμος από τα Σέρβια άρχισαν να χτυπούνε οι καμπάνες και ο κόσμος παίρνοντας ό,τι μπορούσε, κουβέρτες, ρούχα, άρχισε να φεύγει.
Οι Ιταλοί εμποδίστηκαν μέχρι το βράδυ και έτσι μπήκαν στα Σέρβια την άλλη μέρα, στις 6 Μαρτίου. Όταν έφτασαν στου Βασιλείου το αμπέλι, άλλη δεκαρχία αντάρτες τους πυροβολούσαν και από τους Αγίους Θεοδώρους. Έτσι τους καθυστέρησαν κάπως κι εκεί. και όταν μπήκαν στα Σέρβια και άρχισαν να καίνε, ο κόσμος είχε φύγει.
Δε θα ξεχάσω την εικόνα αυτή που χτυπούσαν οι καμπάνες. Εκείνη την στιγμή ήμουνα στο μύλο του πατέρα μου που βρισκότανε πιο πέρα από το πρώτο δημοτικό σχολείο και αντίκρισα τον κόσμο κατατρομαγμένο να φεύγει από τον δρόμο Αγίου Δημητρίου προς τον Άγιο Παντελεήμονα και Καστανιά. Φεύγοντας από τον μύλο συνάντησα τους δικούς μου στον νερόμυλο του Θωμά Τολίκα και από εκεί την επομένη ανεβήκαμε στα μαντριά του Ντραγκόλα, όπου μας έπιασε και λίγο χιόνι και έτσι μείναμε για λίγες μέρες.

Θ. Ματάνας Video
Την Παρασκευή 5 Μαρτίου μάθαμε ότι  Ιταλικός στρατός ερχόταν να πάει στη Σιάτιστα να βοηθήσει ένα τάγμα το οποίο ήταν περικυκλωμένο από τους αντάρτες και μαχόταν. Έμαθαν οι δικοί μας από εδώ, ειδοποιήθηκαν και τους καθυστέρησαν στις Πόρτες το βράδυ της Παρασκευής, όλη τη νύχτα έμειναν εκεί. Στο διάστημα αυτό, μάθαμε εκ των υστέρων, αιχμαλωτίσθηκε  το ιταλικό τάγμα περίπου 700 άντρες με όλο τον οπλισμό του.  Το πρωί του Σαββάτου δεν υπήρχε πλέον μεγάλη αντίσταση, ήταν πολλοί αυτοί, ξεκίνησαν και μπήκαν στα Σέρβια περίπου έντεκα η ώρα.

Μπαίνοντας οι Ιταλοί στα Σέρβια, στην αρχή της πόλης, συνεχίζει ο Θεόδωρος Ματάνας,  άρχισαν να καίνε. Πρώτα έκαψαν ένα καφενείο, ένα διώροφο κτίριο και στη συνέχεια το κτίριο του δενδροκομικού σταθμού. Ο κόσμος  είχε φύγει όλος. Εγώ, λέει,  έμεινα τελευταίος με τον Νίκο τον Ηλιόπουλο.
Η αδελφή του Νίκου Ηλιόπουλου, που ήταν ο τηλεφωνητής τότε στα Σέρβια η κ.  Αλίκη Ηλιοπούλου-Γιδοπούλου, που βρέθηκε εκείνες τις μέρες από την Αθήνα στα Σέρβια με την οικογένειά της για να γνωρίσουν τη νύφη τους, αρραβωνιαστικιά του αδελφού της, αφηγείται:
Video Αλίκη Ηλιοπούλου
«Είμαι, ναι, η μικρούλα  αδελφή του Νίκου Ηλιόπουλου που τότε ήταν διευθυντής του Ταχυδρομείου Σερβίων. Για μένα που ήμουν ίσως από τα μικρότερα θύματα, σε ηλικία τρυφερή, το μυαλό του ανθρώπου είναι σαν ένα άγραφο χαρτί. Αυτή η στιγμή που πήραμε το μήνυμα να αδειάσουμε την όμορφη αυτή πόλη μ’ αυτούς τους φιλόξενους και μοναδικούς ανθρώπους, τους Σερβιώτες, που πάντοτε αγαπώ, θυμάμαι και σέβομαι, έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου.  Εκεί μέναμε εκείνη τη δύσκολη μέρα όταν ο αδελφός μου έστειλε επειγόντως από το ταχυδρομείο ένα παιδάκι να μας πει Φύγετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε, μπαίνουν οι Ιταλοί. Χαλάσανε, γκρεμίσανε –δεν μπορώ να θυμηθώ-  τη γέφυρα στη Νεράιδα, μπαίνουν και καίνε τα Σέρβια. Ειδοποιείστε όσους μπορείτε και φύγετε όσο νωρίτερα μπορείτε. Έτσι λοιπόν η οικογένειά μου και γω βρεθήκαμε πυροπαθείς πρόσφυγες.
Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας τότε ήταν ο τηλέγραφος με τα Μορς. Ο αδελφός μου έμεινε ο τελευταίος «έχω υποχρέωση να ειδοποιήσω και το τελευταίο χωριό.» Εμείς πήραμε τα βουνά. Τα θυμάμαι γιατί ένα μικρό παιδί καταγράφει στο μυαλό του. Βρεθήκαμε ν’ ανεβαίνουμε το βουνό. Ο πατέρας μου είχε πάρει και είχε κάνει ρολό μία βελεντζούλα κόκκινη. Και την είχε βάλει στην πλάτη του, μήπως κάπου σκεπάσουν το παιδί. Θυμάμαι ένα κύμα ανθρώπων άτακτα να φεύγει στο βουνό για να φτάσουμε στο Μοσχοχώρι. Πάνω στο βουνό όμως η κόκκινη βελέντζα έγινε στόχος των Γερμανών και βλέπω μια ομάδα ανδρών να παίρνει τον πατέρα μου βίαια και να τον ξαπλώνει με την πλάτη σε κάποιο φυτό. «Κόκκινο βρήκες να πάρεις, να γίνεις στόχος…» Συνεχίσαμε. Φτάσαμε στη ρεματιά και οι δυο πλαγιές καταχιονισμένες και το κρύο δόξα τω Θεώ. Μας βάλανε γυναικόπαιδα μέσα στο μύλο Όχι μόνο τους Σερβιώτες, ήταν θυμάμαι και μια οικογένεια με πολλά γυφτόπουλα, όλα παγωμένα. Μας ταΐσαν εκείνο το μοναδικό κατσιαμάκι που μέχρι σήμερα αισθάνομαι τη μοναδική του γεύση. Ήταν για μας το μάννα.

video Γιάννη Παπαδόπουλου:
Αρχές Μαρτίου του 1943 οργανώθηκαν τα πρώτα αντάρτικα. Τότε γινόταν μία μάχη στο Φαρδύκαμπο Σιατίστης μεταξύ Ελασιτών και Ιταλών. Ξεκίνησε μία δύναμη Ιταλών να πάει στο Φαρδύκαμπο. Δόθηκε εντολή όσοι έχουν όπλα να βγουν στα Κασιάνια να τους εμποδίσουν Βγήκαν οι δικοί μας με όπλα και γεωργικά εργαλεία με τον ενθουσιασμό ότι θα σκοτώσουν τους Ιταλούς να πάρουν όπλα. Όταν όμως έφθασαν εκεί, οι Ρουμανόβλαχοι που ήταν συνεργάτες των Ιταλών, τους φώναξαν στα ελληνικά και δημιούργησαν σύγχυση. Άρχισαν να τους θερίζουν οι Ιταλοί, και έφυγαν.
Οι Ιταλοί μη έχοντας αντίσταση, ξεκίνησαν προς τα Σέρβια. Εγώ ήμουν στο ξωκλήσι των Αγίων Θεοδώρων και παρακολουθούσα την κατάσταση. Οι Ιταλοί μπήκαν στα Σέρβια με προορισμό να πάνε στη Σιάτιστα. Φθάνοντας στη γέφυρα που την είχαν κάψει οι αντάρτες, γύρισαν πίσω και άρχισαν να καίνε τα σπίτια. Ούτε εκκλησιές δε σεβάστηκαν. Έκαψαν την Αγία Κυριακή η οποία είχε ένα τέμπλο από τα λίγα στην Ελλάδα και επί μία εβδομάδα καίγαν και ρημάζαν, η δε μυρωδιά από τα καμένα ερχόταν ως την Καστανιά.

Άλκηστη Παπαναστασίου  Οι μνήμες μου, μετά από τόσα χρόνια που έχουν περάσει, είναι ακόμη νωπές. Στο μυαλό μου οι τραγικές εκείνες ημέρες έρχονται και ξανάρχονται σαν να ήταν μόλις χθες που συνέβησαν αυτά τα τραγικά γεγονότα.
Η οικογένειά μας μαζί με άλλους συγγενείς ξεκινήσαμε για την Καστανιά. Σ' ένα άλογο φορτώσαμε κάποιες αποσκευές με είδη πρώτης ανάγκης  και ξεκινήσαμε μέσα στα χιόνια. Δε μείναμε όμως στην Καστανιά γιατί εκεί έπεφταν όλμοι από τους Ιταλούς και ήταν επικίνδυνα και γι' αυτό βγήκαμε στο δάσος. Κόσμος πολύς, μέσα στο κρύο και την παγωνιά του παγωμένου Μάρτη. Το χιόνι έπεφτε όλη τη νύχτα πυκνό. Όταν το πρωί ξημέρωσε, ήμασταν όλοι σκεπασμένοι από το χιόνι. Την άλλη μέρα στήσαμε μια καλύβα από ξύλα και στριμωχθήκαμε ο ένας κοντά στον άλλο για να ζεσταθούμε. Εκεί μείναμε δυο μέρες και μετά πήγαμε στο Ματσκοχώρι όπου βολευτήκαμε σε ένα δωμάτιο πάνω από το στάβλο, όπου βάλαμε και το άλογο.
Όμως οι ψείρες που αφθονούσαν εκεί έκαναν τη ζωή μας ακόμη πιο δύσκολη.

Video  Κοεμτζόπουλος Ημέρα Σάββατο 6 Μαρτίου 1943: δόθηκε το σύνθημα εκκένωσης της Πόλης. Η γιαγιά μας Ελένη Πούλιου από το Λιβάδι Ολύμπου πήρε την αδελφή μου την Εριφίλη και μένα. Στα χέρια μας κρατούσαμε η Εριφίλη το εικόνισμα της Παναγίας κι εγώ τον προστάτη μου Άγιο. Στυλιανό που σώζεται μέχρι σήμερα στην ΕΞΟΧΗ.
Ανώνυμη Σερβιώτισσα. Ανέβασμα στα βουνά, όσο το δυνατόν ψηλότερα, για να μην μας φτάσουν οι Γερμανοί. Το κρύο τσουχτερό και ανυπόφορο. Το πρώτο βράδυ οι πιο πολλοί μείναμε σε καλύβες στο Πλατανόρευμα, δίνει όμως εντολή το Ε.Α.Μ. «να φύγετε γιατί εδώ μας φτάνουν οι Γερμανοί». Οι πρόσφυγες των Σερβίων φύγαμε μέσα σε τρομερή κακοκαιρία. Χιόνιζε ασταμάτητα, δε βλέπαμε στα δύο μέτρα. Ο πατέρας μου φώναζε «πιαστείτε από το χέρι να μη χαθούμε». Η αδελφή μου, δώδεκα χρονών τότε, θυμάται ακόμη τα κρυσταλλάκια που είχε σχηματίσει το χιόνι στον ποδόγυρο της χοντρής μάλλινης φούστας της. Το περίεργο είναι ότι κανένα παιδί δεν έκλαιγε, περπατούσαμε στο δρόμο, που δεν ήταν δρόμος αλλά βράχια και πέτρες που πηδούσαμε για να ανέβουμε παραπάνω, αλλά κανένας δε διαμαρτυρόταν.

Video  Ε, Διαμαντοπούλου.
Ήταν το βράδυ της Παρασκευής, 5 Μαρτίου. Ο μπαμπάς μου έλειπε στην Κοζάνη. Εμείς τα παιδιά ήμασταν μαζεμένα όλα πάνω, τρώγαμε. Έβρεχε έξω. Ξαφνικά ακούσαμε ένα θόρυβο στην πόρτα. Ήταν ο παππούς ο Τσικαρδάνης. Όλα τα Σέρβια άδειασαν, είστε μόνο εσείς μέσα. Θα ρθουν οι Γερμανοί και θα σας σκοτώσουν. Είχαμε το άλογο από κάτω, μας πήραν όλα και μας πήγαν στου Τσικαρδάνη την αχερώνα. Κοιμηθήκαμε πάνω στα άχερα. Το πρωΐ βρεθήκαμε κάτω, γιατί γλιστρούσαν τα άχερα. Την άλλη μέρα πήγαμε σε μια άλλη αχερώνα και το βράδυ η ώρα δύο περνούσαν οι Γερμανοί απέξω. Όλοι είχαμε ξυπνήσει και τους βλέπαμε… Οι δικοί μας νόμιζαν ότι μας σκότωσαν όλους, γιατί όσους έβρισκαν στο δρόμο τους σκότωναν. Την άλλη μέρα πάλι με τα πόδια στο Παλαιογράτσανο. Δεν είχαμε ούτε πιάτο να φάμε…Βρασμένες πατάτες στο χέρι. Κι από κει με το κάρο στο Βελβεντό και από κει με το Κάρο στην Κοζάνη… Συνεχίστηκε η ζωή, μεγαλώσαμε, αλλά αυτές τις μνήμες δεν μπορεί κανείς να μας τις σβήσει από το μυαλό…»

Από το Πλατανόρευμα πήραμε τα παιδιά και πήγαμε πάνω στο Παλαιογράτσιανο, αφηγείται η Ολυμπία Αναγνώστου, και καθήσαμε σε ένα δωμάτιο 40 άτομα. Εκεί ούτε φαγητό, ούτε ψωμί, ούτε φωτιά, ούτε τίποτα. Περιμέναμε κι αγναντεύαμε εδώ που έκαιγαν. Ωχ και ο δικός μου ο μαχαλάς καίγεται, ωχ και παρακάτω!  Κάηκαν τα Σέρβια από θεμέλιο. Εδώ έκαψαν με κόσμο μέσα, κάηκαν πολλές γριές και γέροι που δεν μπόρεσαν να φύγουν.

 Όποιους βρήκαν αφηγείται ο κύριος  Πέτρος Λαζαρίδης,. τους σκότωσαν –τον μπαρμπα Γιώργο Λαζαρίδη, αδελφό του πατέρα μου, τον βρήκαν στο σπίτι. Ήταν άρρωστος από φυματίωση. Δεν μπορούσαν οι συγγενείς να τον πάρουν, δεν υπολόγιζαν κι όλας ότι θα γίνει η καταστροφή. Μάλιστα μερικοί πίστευαν πως αν ήταν κάποιος γέρος μέσα στο σπίτι, μπορεί να γλίτωνε και το σπίτι από τη φωτιά. Τον βρήκαν οι Ιταλοί μέσα, τον πήραν μέχρι τη στροφή, στου Ντώνα, και εκεί τον σκότωσαν.

Video:   Θυμάμαι πολύ καλά, συνεχίζει ο κ. Διονύσης Μπιλιάτης εμείς, 4-5 οικογένειες, ήμασταν στου Τσαμαντάν τις πέτρες, πιο δεξιά από τον Άγιο Θεόδωρο. Έγινε ως εξής εκείνη την ημέρα: Έγινε μια μάχη στο Σαραντάπορο Από ράχη σε ράχη ειδοποιήθηκε ο κόσμος, έρχεται φάλαγγα Ιταλοί. Ο τελευταίος ήταν πάνω από τον Άγ. Θεόδωρο . Τώρα έγινε ένα μεγάλο λάθος. Οι μυλωνάδες οι δικοί μας νομίσαν ότι φώναζε πιάσαμε τη φάλαγγα αιχμάλωτη και τη φέρνουμε στα Σέρβια. Αφού οι μυλωνάδες νόμισαν ότι πιάσαν τη φάλαγγα, βγήκαν να την υποδεχθούν. Πρώτος ο Κώστας ο Παρασκευάς  Τον έπιασαν, τον κρέμασαν σε ένα πλατάνι Από κάτω ερχόταν ο Λουκάς ο Ζυγούρης. Φτάνει στο μύλο τον δικό μας και λέει στον πατέρα μου «Νικόλα, πάμε να δεχτούμε τη φάλαγγα», «Τώρα, λέει ο πατέρας μου, τελειώνω το άλεσμα και έρχομαι.» Ο Λουκάς δεν κρατήθηκε, προχώρησε. Σε ένα καραγάτσι, του δίνουν μια ριπή οι Ιταλοί, τον σκοτώνουν. Ακούγοντας ο πατέρας μου βγαίνει, τον βλέπουν, ρίχνουν μια ριπή και στον πατέρα μου αλλά δεν τον πήραν οι σφαίρες. Γύρισε στο πίσω μέρος, αλλά τι να κάνει. Έπρεπε κάτι να κάνει. Το μέρος ήταν γυμνό Δεν υπήρχε τίποτε να τον καλύψει. Στο πίσω μέρος είχαμε την κοπριά από τα ζώα. Μπαίνει στην κοπριά. Σκεπάστηκε όλος, μόνο το πρόσωπο έξω. Ήταν και μία ζίγρα, μία βατσινιά, την πήρε και την έβαλε από πάνω σκεπάζοντας το κεφάλι. Οι Ιταλοί σε πέντε λεπτά ήρθαν. Ψάξανε δεξιά, αριστερά, δεν τον βρήκαν πουθενά. Ο πατέρας μου μέσα από τα κλαδιά έβλεπε. Ντυμένοι ιταλικά, μιλούσαν ελληνικά. Φύγανε. Ο πατέρας από τις οσμές από την κοπριά ζαλίστηκε. Έμεινε ξερός. Σε λίγο έρχεται η μάνα μου, τα αδέλφια μου, φωνάζουν, ψάχνουν, πουθενά ο πατέρας μου. Κάποια στιγμή ο αδελφός μου ο Θανάσης  βλέπει τη ζίγρα. «Τι θέλει εδώ αυτή η ζίγρα»; Τη σηκώνει, βλέπει τον πατέρα μ’ από κάτω. Τον βγάζουν, τον χτυπούν, του ρίχνουν νερό, τον συνέφεραν.

Μάθαμε στη Λάβα, όπου είχαμε καταφύγει, καταθέτει άλλη Σερβιώτισσα, ότι καίγονται τα Σέρβια. Κάθε βράδυ βγαίναμε στο βουνό, στο Καραούλι, και βλέπαμε ποια σπίτια κάηκαν. Πρώτη, δεύτερη μέρα το σπίτι μας έστεκε όρθιο. Ύστερα έβαλαν φωτιά και στο δρόμο το δικό μας. Ώσπου κάηκαν όλα τα Σέρβια. Λεηλατούσαν πρώτα, έκαναν πλιάτσικο, φόρτωναν αυτοκίνητα και μετά τα έβαζαν φωτιά.
Μία άλλη Σερβιώτισσα γράφει στο Ημερολόγιό της
…Ύστερα από μέρες κατεβήκαμε. Πού να σταθείς;  Σιδερικά παραμορφωμένα από τη θερμοκρασία της φωτιάς εδώ. Γάτες και σκυλιά έτρεχαν στους έρημους δρόμους. Κάποια αγκωνάρια στάθηκαν όρθια στο χαλασμό, τα πουλιά πέταξαν, αφού κάηκαν οι φωλιές τους. Παράθυρα ορθάνοιχτα σαν μάτια απορημένου μικρού παιδιού. Τι να πρωτοθρηνήσει κανείς; Τον ίδρωτα μιας ζωής; Τα όνειρα τα χαμένα; Το βιος που έγινε στάχτη; Τις προίκες των κοριτσιών; Τους νεκρούς, που ανήμποροι να ακολουθήσουν τους άλλους, που τα ερείπια τα πυρακτωμένα έγιναν ο τάφος τους;.Τι;
Όμως υπήρχε και μεγαλύτερη συμφορά για τα Σέρβια. Λόγω της στρατηγικότητας της θέσης των, στα Σέρβια κηρύχθηκε στο εξής νεκρά ζώνη, μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που αποτελούνταν από αστούς έφυγαν οι περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη και αφού κατά κάποιο τρόπο είχαν κάπως ταχτοποιηθεί στη διετία που μεσολάβησε, δεν επέστρεψαν. Άλλωστε δεν άντεχαν οι πολλοί να αντικρίσουν τα χαλάσματα και τη στάχτη. Έτσι τα Σέρβια έχασαν ένα μεγάλο μέρος από τον γνήσιο, τον γηγενή πληθυσμό τους, έχασαν και τους Σερβιώτες, με αποτέλεσμα να μην ξαναβρούν ποτέ το παλιό τους χρώμα, τα δικά τους χαρακτηριστικά.
Και το ακόμη χειρότερο ίσως, που δεν αναγνωρίστηκε όπως θα έπρεπε η θυσία τους από την Ελληνική Πολιτεία…
Γι’ αυτό και αισθανόμαστε ιδιαίτερη συγκίνηση σήμερα που ο Δήμος Βοΐου και ιδιαίτερα η Κοινότητα της Σιάτιστας αναγνωρίζοντας τη θυσία των Σερβίων και τη σημασία της στη σωτηρία της Σιάτιστας αποφάσισε να αποτίσει το σεβασμό και την τιμή στη μαρτυρική πόλη των Σερβίων.
Σας ευχαριστούμε.
Ευχόμαστε ποτέ πια καμιά γωνιά της Ελλάδος να μη ξαναζήσει παρόμοιες συμφορές.